Kαλημέρα (καλησπέρα δεν ξέρω τι ώρα το διαβάζετε αυτό το κείμενο), μην το πείτε, σας έλειψα το ξέρω!
Μαντέψτε που λέτε ποιος δεν την κοπάνησε για δεύτερη χρονιά σερί από το ετήσιο αναγνωστικό review του. Μετά από ένα μικρό διάλειμμα που κράτησε όχι περισσότερο από 365 μέρες, επανερχόμαστε σε ράγες πλέον στην ετήσια στήλη, που με λίγη τύχη και λίγη περισσότερη διάθεση παίζει να πάρει και άλλη μορφή μέσα στο 2025, οψόμεθα. Για μία ακόμα χρονιά λοιπόν δεν θα δώσουμε ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ σημασία σε οτιδήποτε υπήρξε πέραν των χάρτινων σελίδων και θα σας εκμυστηρευτώ ένα πράγμα, πως επιτέλους η βιβλιοσυλλογή μου επιτέλους ολοκληρώθηκε NAI oπως βλέπετε στην παραπάνω φωτο ΚΛΕΙΣΑΜΕ. Δεν θέλω άλλα (?), πήραμε, το χω δει, έχω πάει, ήρθε η ώρα να βγει πλέον ύλη χωρίς έλεος και χωρίς δικαιολογίες τύπου «δεν κυκλοφορεί, είναι ακριβό στο metabook, δεν έχω άλλο χώρο» σα να λέμε. Βέβαια η όρεξη έρχεται τρώγοντας, οπότε θα σας πω πως το 2024 διάβασα αρκετά περισσότερο από το 2023, και για πρώτη χρονιά άκουσα και 5 ΟΛΟΚΛΗΡΑ βιβλία στο audible που μου κράτησαν παρέα στα περπατήματά μου, ήταν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πρότζεκτ αυτό του audible, που δεν είχα ιδέα αν θα έπιανε πάνω μου και όμως το απόλαυσα, άκουσα τον Δράκουλα, φανταστική μεταφορά, άκουσα το ACT II του Sandman που ειλικρινά το λέω είναι η επιτομή της ακουστικής τελειότητας και φυσικά άκουσα και το Cloud Atlas μιας και το είχα διαβάσει ήδη στα Ελληνικά και ήθελα μετά την επιλογή του από τη Λεσβρηρ (ναι, η λέσχη μας το 2025 θα κλείσει φέτος πλάκα πλάκα 5 συναπτά χρόνια ασταμάτητης λειτουργίας) να το διαβάσω σε μία συλλεκτική έκδοση που είχα στα αγγλικά, αλλά με ζόριζε το λεξιλόγιο οπότε το διάβαζα καθώς το άκουγα, που δεν ήξερα όταν το ξεκινούσα αν θα έπιανε, αλλά πιστέψτε με έπιασε που δεν το περίμενα να συμβεί σε τέτοιο βαθμό και πέρασα καταπληκτικά, και απόλαυσα μέχρι τελευταίας λέξης (κυριολεκτώ) ένα από τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ, ένα βιβλίο για εκείνους στους οποίους αρέσει να μπαίνουν σε μία βάρκα χωρίς να ξέρουν αν αυτή πάει στην απεναντινή παραλία ή στην απέναντι χώρα, και το βιβλίο τελειώνει και εσύ έχεις φτάσει από τις Πατέλες, ξέρωγώ, στην Αυστραλία ένα πράμα, και το μνημονεύεις σα να μην είχες δει ποτέ πριν τη θάλασσα. Αλλά αρκετά με το εισαγωγικό κείμενο, πάμε στις λεπτομέρειες που ξέρω ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΣΑΣ ΝΟΙΑΖΟΥΝ #νοτ Σύμφωνα που λέτε με το Goodreads τη χρονιά που μας πέρασε διάβασα 53 βιβλία (ναι, για ακόμα μία χρονιά δεν έπιασα τον στόχο των 60) τα οποία μέτρησε πως είχαν 19.844 σελίδες (ναι, το ίδιο είπα και εγώ, ούτε καν 20.000, τί ξεφτίλα) αλλά είμαι πολύ ευχαριστημένος, επειδή στη λίστα αλλά και στη σελιδόμέτρηση δεν συμπεριλαμβάνεται ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πρότζεκτ που ξεκίνησα, την ανάγνωση δηλαδή του One Piece. Για αυτά όμως θα μιλήσουμε μετά την δεκαδούλα. Ξεκινάμε λοιπόν σιγά σιγά, θα προσπαθήσω να μην πιάσω τις 5.000 λέξεις και φέτος, δε σας τάζω βέβαια κιόλας, εχθρός του πεντεχιλιάδες, είναι το εξιχιλιάδες.
Σημείωση Ι, όλες τις λίστες τως περασμένων ετών, τις βρίσκετε εύκολα στα λινκ που ακολουθούν
Η λίστα του 2022 εδώ
Η λίστα του 2021 εδώ
Η λίστα του 2020 εδώ
Η λίστα του 2019 εδώ
Η λίστα του 2018 εδώ
Η λίστα του 2017 εδώ.
Η λίστα του 2016 εδώ.
Σημείωση ΙΙ, επειδή πλέον δε βρήκα χρόνο για λίστα, στη φετινή θα σπρώξω και 5 περσινά που αμαρτία κυριολεκτικά από το θεό να μην υπάρχει στο ιντερνέτι η κριτική τους από τη μουτσούνα μου. Οπότε παίζει να φτάσουμε και την εικοσάδα, τέλος πάντων, όρεξη να χετε να διαβάζετε!
Σημείωση ΙΙΙ, βασικός στόχος του 2025 να διαβάσω τα δύο ΤΟΥΒΛΑ στις βιβλιοθήκες των απανταχού φάντασι freaks, δηλαδή το «The Eye of the World» του Robert Jordan και το «Τhe Way of the Kings» του Brandon Sanderson. Αν καταφέρω και τον πρώτο τόμο του Malazan θα να χαρώτο. Θα δούμε
ΞΕΚΙΝΑΜΕ!
Σημείωση ΙV, το κείμενο μετρήθηκε μόλις λίγο ΠΑΝΩ από 8.500 λέξεις. ΠΙΣΤΕΨΤΕ ΜΕ θα σας αποζημιώσει!
ΞΕΚΙΝΑΜΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΩΡΑ ΞΕΚΙΝΑΜΕ!
17. Cloud Atlas, David Mitchel
-He who would do battle with the many headed Hydra of human nature must pay a world of pain and his family must pay it along with him! & only as you gasp your dying breath shall you understand, your life amounted to no more than one drop in a limitless ocean!
–Yet, what is an Ocean but a multitude of Drops.
Ο Άτλας του Ουρανού είναι ένα μαγικό βιβλίο. Για την ακρίβεια είναι ένα βιβλίο μπάμπουσκα, ένα βιβλίο όμοιο του οποίου σίγουρα δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ. Συγκεντρώνει και συνθέτει αρμονικά 6 διαφορετικές ιστορίες, από 6 διαφορετικές εποχές, γραμμένες η κάθε μία με διαφορετικό ξεχωριστό στυλ γραφής. Κάποιες ιστορίες σίγουρα είναι πιο ενδιαφέρουσες από κάποιες άλλες, το πραγματικά απίθανο όμως είναι το πως καταφέρνει ο συγγραφέας ενώ για 400 κοντά σελίδες συστήνει στον αναγνώστη διαρκώς νέα πρόσωπα, να κρατάει το ενδιαφέρον του αμείωτο, μετατρέποντας ένα τεράστιο βιβλίο 1000 κοντά σελίδων ατο απόλυτο page turner. Ξεκινάει με μία παραμυθένια Μελβιλική ναυτική αφήγηση στο «Ημερολόγιο Ειρηνικού Ωκεανού του Άδαμ Γουινκ», συνεχίζει με τις γεμάτες έρωτα φθόνο και μουσική «Επιστολές από τη Ζέντελγκχεμ», περνάει στο αστυνομικό μυθιστόρημα με το «Ημιζωές, το πρώτο μυστήριο της Λουίζα Ρέι», στη Ντικενσιανή γραφή των «Παθών του Τίμοθι Καβέντις», «η Ομολογία της Σόνμι 451» αγγίζει την επιστημονική φαντασία, και «το Πέρασμα στη Σλούσα και όλα τα επακόλουθα» μας μεταφέρει σε μία σύγχρονη δυστοπία που θυμίζει σε γραφή αυτή της Μάργκαρετ Άτγουντ. Το μόνο δοκίμιο που διαβάζουμε ολόκληρο είναι το τελευταίο, το 6ο, όλα τα υπόλοιπα σταματάνε σε ένα κρίσιμο σημείο και τα πιάνουμε αντίστροφα από τη μέση προς το τέλος. 1α, 2α, 3α, 4α, 5α, 6, 5β, 4β, 3β, 2β, 1β. Και η ουσία; Η ανθρώπινη ύπαρξη, η μοναδικότητα της ψυχή καθενός από τα ζωντανά πλάσματα του πλανήτη, τα θέλω του κυνηγού και οι συμβιβασμοί των θηραμάτων, ο ατέρμονο αγώνας για την απόλυτη κυριαρχία με βάση τα θέλω και τα μπορώ, το πόσο εφήμερη είναι η ύπαρξη καθενός από εμάς, το μέγεθος της ασημαντότητάς μας στο σύνολο του σύμπαντος κ η πίστη στη συνέχεια της πορείας της ανθρωπότητας ως σύνολο παρά τις αγριότητες και τις προσπάθειες των εκάστοτε δυνατών για κυριαρχία μέσω της καταστροφής των αδυνάτων.
Το διάβασα πρώτη φορά πριν από 10 χρόνια, στα Ελληνικά, φέτος στα Αγγλικά, νομίζω όμως πως αυτή τη φορά που είχε ήδη ρίξει άγκυρα μέσα μου, γάντζωσε ακόμα πιό βαθιά στο μυαλό μου.
Με μία λέξη. Μαγικό.
Τρίβια, αν δεν έχετε χρόνο ή διάθεση να πιάσετε ένα τέτοιο πρότζεκτ, σας προκαλώ να πάτε σε ένα βιβλιοπωλείο, και χωρίς να έχετε την παραμικρή γνώση, να κάτσετε σε μία καρέκλα και να διαβάσετε τις 3 τελευταίες του σελίδες. Τις καλύτερες 3 τελευταίες σελίδες που γράφτηκαν ποτέ.
16. Τί ωραίο Πλιάτσικο, Τζόναθαν Κόου
Ένας άσημος συγγραφέας αναλαμβάνει να ερευνήσει τις καταγγελίες μίας Βρετανίδας μεγαλοκυρίας, λαίδης, μαρκησίας, πριγκίπισσας, πως ο μεγάλος της πάμπλουτος και πανίσχυρος αδερφός της κατάφερε και σκότωσε τον μικρότερο της οικογενείας, όταν αυτός καταρρίπτεται μυστηριωδώς κατά τη διάρκεια πτήσης συμμαχικού βομβαρδιστικού κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου! Όλοι θεωρούν τη θεία τρελή και την κλείνουν σε ψυχιατρείο για κοντά 40 χρόνια, όσο όμως το τέλος πλησιάζει, η αλήθεια μοιάζει να έχει πολλά περισσότερα παρακλάδια από αυτά που είναι ορατά στο ευρύ κοινό.
Αυτό όσον αφορά τη βασική πλοκή. Πάμε τώρα στα κέρματα. Το βιβλίο είναι απλά ΑΣΥΛΛΗΠΤΟ και ο Κόου ένα τεράστιο ταλέντο που η πένα του έχει τόσες πολλές εντυπωσιακές πτυχές που μπορεί να καλύψει ένα συναρπαστικά μεγάλο εύρος αφηγηματικών τεχνικών, τις οποίες μαεστρικά ξεδιπλώνει μία μία κατά τη διάρκεια του Πλιάτσικού του, που στο τέλος ειλικρινά δεν μπορείς παρά να αναφωνήσεις «μα Τί Ωραίο!»
Πέραν των άπειρων αρετών λοιπόν που ο χώρος εδώ δεν επιτρέπει να εκτεθούν σε εύρος, να σημειώσω απλώς πως το βιβλίο διαθέτει τις εντυπωσιακότερες 100 τελευταίες σελίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είναι σα να οδηγεί Ferrari ο τσόναθαν στην εθνική και να πηγαίνει με 100 και ξαφνικά να αναρωτιέται «μα γιατί δεν το γκαζώνω» και ξαφνικά να πηγαίνει με 200 δίχως διάθεση να πατήσει φρένο αλλά χωρίς ο αναγνώστης να ‘χει την αίσθηση πως διατρέχει κίνδυνο να εκτροχιαστεί, οι δεκάδες ιστορίες δένουν αρμονικά με τρομερή αγάπη και σπουδή, παίρνοντας από το χέρι τον ανυποψίαστο αναγνώστη και πηγαίνοντάς τον στον προορισμό του με απόλυτη ασφάλεια, παρά το γεγονός πως το κείμενο του ΕΧΕΙ συντελεστή δυσκολίας μεγάλο μιας και αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στη Μεγάλη Βρετανία από το 1960 μέχρι και τις μέρες μας, πράγμα που μπορεί να ξενίσει έναν αναγνώστη εκτός Γηραιάς Αλβιώνας.
5αστεράκια στρογγυλά, και ψηλά ψηλά στο χριστουγεννιάτικο αναγνωστικό δέντρο του 2024. Και ναι είχατε όλοι μα όλοι σας που τόσα χρόνια που το συστήνατε δίκιο, έπρεπε να είχα ασχοληθεί και να το χα διαβάσει ΠΟΛΥ νωρίτερα! Αλλα…
15. Δράκουλα, Μπράμ Στόκερ
Ναί…
Σηκώνω το χεράκι. Δεν είχα διαβάσει το βιβλίο, ΕΙΧΑ ΔΕΙ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΙ ΘΕΤΕ ΡΕ! Και είχα πει «Κόπολα είναι αυτός, με Γκάρι, Κηάνου και ομορφυπέρτατη Γουινόνα, τί μπορεί να χει πάει λάθος». Και άνοιξα δειλά δειλά το πρώτο κεφάλαιο του «Δράκουλα» του θείου Μπραμ, και πάντα, ΠΑΝΤΑ ΟΜΩΣ, η ίδια διαπίστωση όταν διαβάζεις ένα ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ της άπιαστης και αξεπέραστης λογοτεχνίας αυτής της γης, δεν είναι κατά τύχη γνωστός στο υπερπέραν ο ομώνυμος ήρωας με τα κοφτερά δοντάκια, οι σπουδαίοι γραφιάδες δεν αναλώνονται σε λογοτεχνικές προμενάδες και λεκτικές φιοριτούρες, τα πάντα σε αυτό το κείμενο γραπώνουν τον αναγνώστη με την πρώτη από τον λαιμό, τον κολλάνε στον τοίχο κ του λένε «για τις επόμενες ΟΣΕΣ σελίδες, είσαι ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ, και ΞΑ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ».
Όπως ακριβώς είπε ο Κάουντ Ντρακούλια το πρώτο βράδυ που συνάντησε τον κακονίζικο τον Τζόναθαν Χάρκερ και με αγάπη του ψιθύρισε στο αυτάκι «μέχρι να τελειώσουμε τα συμβόλαια για την αγοραπωλησία στο Λονδίνο, θα μείνετε ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΣ μου στο τσαρδάκι μου στα Καρπάθια και θα σας πιώ το αίμα στη δουλειά» με τη διαφορά πως εκείνος το εννοούσε στην πραγματικότητα, και τον είχε κάνα τρίμηνο όπως εγώ την Αμίτα μετά από αιμοδοσία, αιχμάλωτο να του πίνουν απολαυστικά λίγο λίγο το αιματάκι, μέχρις ότου εκείνος δραπέτευσε κ γύρισε στο σπιτάκι του, και βρήκε το κορίτσι του με δύο τρισχαριτωμένες ροδαλές κουμπότρυπες στο λαιμό της, και βάλθηκε παρέα με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Λόρδο Βαν Χέλσινγκ, να τρυγούνε σκόρδα και να λαξεύουνε παλούκια για την τρυφερή καρδούλα των θυμάτων του, και φυσικά της Λαίδης Μίνας, που αν δε σωθεί θα πρέπει να παλουκωθεί κι εκείνη (στην καρδιά, μη φανταστείτε) και να της κόψουν το κεφάλι, μοίρα καλύτερη από εκείνη του να παραμείνει ζωντανή νεκρή, ρουφώντας το αίμα της ορφανής κοπελαρίας του Λονδίνου.
Και στην τελική ποιός είμαι εγώ, να μιλήσω για τον Δράκουλα, ο οποίος από το 1897, δείχνει ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ. Διαβάστε το. 5 ΞΕΚΑΘΑΡΑ Αστεράκια.
Να μείνει ευχαριστημένος κ ο Κόμης, δε μπλέκεις…
14. Εξαίσιο Πρώμα, Αγκουστίνα Μπαστέρικα
Έχει πέσει πεινά που λέτε στο ολούθε και πιο κοντινό μας μελλονάκι και επειδή είναι και σε έλλειψη ριφάκια και κοτόπουλα (που όπως σοφά έχει πει κ ο Παρασκευάς, το κοτόπουλο δεν ειναι κρεας, είναι κοτόπουλο), οι Αρχόντοι αποφάσισαν.
» Η Πάχυνση και Καλλιέργεια Ανθρώπων για διατροφικούς Σκοπούς, επιτρέπεται δια νόμου. Cannibalism is on bitchez!»
Ο ήρωάς μας που λέτε δουλεύει σε μία τέτοια φάρμα εκτροφής. Σηκώνεται κάθε πρωί με όρεξη κ συνέπεια, πλένει τα δοντάκια του, τρώει το πρωινό του, μπαίνει στο αμαξάκι του, και τσαφ τσουφ τσαφ τσουφ το τραίνο περνά, πηγαίνει στη δουλίτσα του, να ταΐσει τα ζωάκια του, να τα πλύνει, να τους τραγουδήσει, να τα σφραγίσει κ στο τέλος με ένα ρόπαλο να τα κοπανήσει με δύναμη στο κεφάλι, το ζωάκι πρέπει να περάσει στην απέναντι όχθη με προσοχή, δεν κάνει να μαχαιρωθεί ή να τραυματιστεί χωρίς να πεθάνει με την πρώτη, είναι άλλωστε γνωστό πως τις αγελάδες στη Γιαπωνία τις θανατώνουν υπό τους ήχους κλασσικής μουσικής για να μην αγχώνονται και το κρέας τους να παραμένει μαλακό για να το μπουκώνει σαν το λούπη το βασιλακουλίνι στις ταβέρνες χωρίς να του βαραίνει το στομαχάκι. Και μετά τη θανάτωση, τον περιμένει κέρασμα αντίχειρας με σάλτσα βατόμουρου…
Ανατριχιαστική ματιά σε ένα μέλλον που μοιάζει ασύλληπτα μακρινό σε όλους μας, η οπτική της γλυκούλας Αγκουστίνας είναι καινοτόμα, ρηξικέλευθη και σαν επίγευση αφήνει την αίσθηση του σκουριασμένου μετάλλου, αν νομίζεις πως εσύ ανθρωπάκο διαφέρεις από τους άλλους, ναι εσύ προφανώς και είσαι γαμηστερότερος και δε θα τα κανες ποτέ αυτά τα πράγματα, αλλά κάτσε να πεινάσεις λίγο μπροκολόκο και αν δεν είναι η πρώτη σου σκέψη ο γείτονας μετά που θα ‘χεις φάει την κατσίκα του, δώσε στον εαυτό σου δυο τρείς μερούλες χρόνο και πες της μανούλας σου να σφιχτασφαλίζει την πόρτα της και αν γίνεται να μην ανοίγει σε κανέναν. Ούτε καν σε εσένα.
Ο γείτονας τώρα, ότι είναι, είναι.
Φανταστικό και λόγω μεγέθους Κουφετάκι και φουλ προτεινόμενο
13. Μάρτυς, Kaveh Akbar
Πως μοιάζει στα αλήθεια η ζωή, για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε βάση της αρχής της Τυχαιότητας σε μία χώρα όπου οι βομβιστές αυτοκτονία λατρεύονται όπως οι Rock Stars. Πως είναι να μεγαλώνεις σε ένα μέρος που δεν έχει σχολείο, και που ανά πάσα στιγμή μπορείς να τιναχτείς στον αέρα από μία αδέσποτη ρουκέτα; Και πως είναι να ζεις σε μία κοινωνία που όλοι σε κοιτάνε στα μάτια, περιμένοντας από εσένα και μόνο εσένα, ο ένας αλλά και όλοι μαζί εκείνοι οι «ο ένας» σαν ένα, να εκδικηθείς για τα κακά που έχουν χτυπήσει με μένος και σκληρότητα, την οικογένεια, τους φίλους, το λαό σου. Με λίγα λόγια πως μεγαλώνει και ανδρώνεται μία ανθρώπινη βόμβα (;), που όταν μπαίνει στο αεροπλάνο, στο τραίνο, στο λεωφορείο, όλοι γύρω της την «καταλαβαίνουν από το χρώμα της» και στο μυαλό τους περιμένουν ανα πάσα στιγμή να σκάσει.
Το Μάρτυς έπεσε πρώτη φορά στα μάτια μου στη βιτρίνα του Πολύγραφου και το πήρα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό παρασυρμένος βασικά από το φανταστικό του εξώφυλλό, όχι για να το βάλω στη Ατελεύτητη Στοίβα αλλά για να το διαβάσω αμέσως. Και το έκανα. Και για μια στιγμή ένοιωσα εκείνο το στιγμιαίο συναίσθημα του «αυτό είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ (μέχρι το επόμενο, συγκεντρώσου)», συναίσθημα σπάνιο, που δεν το έχεις συχνά με βιβλία, βιβλία που παίρνεις με μεγάλες προσδοκίες για να ξεφουσκώσουν σα μπαλόνι στη λήξη μπαλνταφάν 300 σελίδες μετά, ή μπαλόνι στη μέση μπαλνταφάν στα χέρια του ανηψιού μου, που το κάνει χρέπι στα πρώτα 2 λεπτά που πέφτει στα χέρια του.
Με ευκολία στα καλύτερα βιβλία που διάβαζα μέσα στο 2024, νομίζω λογοτεχνικό ντεμπούτο του Ακμπαρ, σίγουρα έχουμε να περιμένουμε λαμπρά πραγματάκια από την πένα του στο μέλλον. Ναι, εννοείται 5 αστεράκια, δεν τα ρωτάνε αυτά.
12. Κάρι, Στήβεν Κινγκ
Και που λέτε, μου τη βάρεσε ένα πρωί κ είπα φέτος θα κάνω μία ρετροσπεκτίβα στο θείο Στήβεν, τον μοναδικό άνθρωπο σε αυτόν τον κόσμο που κάθε πρωί κάνει δυστυχισμένο τον Ήλον, ο σόσιοπαθ θέλει να τονε κάμει φόλο ο κοινοτάρχης σλας γραμματικός του Μέην, και όλο τονε κάνει μένσιο, κι όλο τον κουοτάρει, χωρίς όμως εκείνος να του απαντάει ποτέ, όπως ο Τσιτσιπάς τη Μάργκο Ρόμπι, όπως εγώ τη Χριστινακολέτσα ένα πράμα, αλλά μη σας απασχολώ με τα δικά μου, αφήστε με να σας μιλήσω για ένα κορίτσι με ένα κάπως ιδιάζον χάρισμα.
Η Κάρι που λέτε, είναι μαθήτρια στο γυμνασιολύκειο της πόλης του Κλόουν (δε ρωτάνε ποιού Κλόουν), και οι συμμαθήτριές της τηνε πολεμούνε, επειδή δεν τους μοιάζει, επειδή δεν είναι σαν κι εκείνες, είναι πιο ψηλή, πιο αδύνατη, πιο ξανθιά, πιο όμορφη, πιο αδενξερωαντοξέρατεκουνάειαντικείμεναμετηδύναμητουΜυαλούτης, και μιά μέρα τα πράγματα παίρνουν πολύ δυσάρεστη τροπή, και μία νύχτα που βρεχε πού βρεχε μονότονα, παράλληλα με το μπολ της Σχολής, που το κοριτσάκι μας πήγε να περάσει καλά, να γεμίσει τις μπαταρίες της (τί καλύτερη δηλαδή είναι η Αθηνά Οικονομακου), τα πράγματα πάνε λάθος, πολύ λάθος όμως, και από εκεί που η δεσποινιδούλα μας κουνούσε με τη σκέψη της μολύβια καικουβάδες, κλειδώνει την πόρτα του γυμναστηρίου και αρχίζει να μετακινεί και…
Έχω ξαναπεί, από κάποιο αναγνωστικό σημείο κ μετά, δεν πρέπει κανέναν να απασχολεί τι συμβαίνει μετά το «και», η εμπειρία της γραφής του Κινγκ ξεπερνάει κάθε όριο, είτε πρόκειται για πρώτη επαφή είτε όχι, υπάρχουν μυαλά και μυαλά, ε εδώ μιλάμε για έναν τύπο όμοιό του οποίου δεν υπάρχει κανένας, στέκεται μόνος του στο συγγραφικό βάθρο σαν την ηρωίδα του βιβλίου του, ενώ έχει γεννηθεί ένας από εμάς δεν μοιάζει με εμάς, εμείς βλέπουμε θάλασσες, σαλάτες κινόα και λιβελούλες και εκείνος τα ίδια πράγματα τα περνάει στην πρέσα του και βγάζει εικόνες που δεν έχουμε καν φανταστεί, εικόνες που μας σημαδεύουν ανεξίτηλα, εικόνες που δε θα ξεχάσουμε ποτέ.
Αριστουργημα, και πολύ ωραίο τρίβια το γεγονός πως είναι ΤΟ ΠΡΩΤΟ βιβλίο που έγραψε ποτέ, το μακρινό 1974 και το οποίο ακολούθησαν το Σαλεμς Λοτ και η Λαμψη. Καταλαβαίνετε τι θελω να πω. Έτσι ξεκίνησε η Βαριά βιομηχανία παραγωγής Αλησμόνητων ιστοριών! Στα ΣΟΣ και δε θα το συζητήσουμε κιόλα…
11. Η χρονιά που γεννήθηκε ο Δαίμονας, Σαντιάγκο Ρονκανιόλο
Και ερωτώ. Είναι δυνατόν να μπαίνω σε βιβλιοπωλείο, και να βλέπω νέα κυκλοφορία με τίτλο «η Χρονιά που γεννήθηκε ο Δαίμονας», από έναν άγνωστο σε εμένα συγγραφέα το επώνυμο του οποίου είναι Ρονκανιόλο, και που στις πρώτες του δέκα σελίδες μας λέει την ιστορία για το πως κάλεσαν σε ένα μοναστήρι έναν Ιεροεξεταστή για να ανακαλύψει εάν και κατά πόσο το νεογέννητο τέκνο μίας παρθένας καλόγριας της μονής, ήταν τέκνο του Σατανά, και ΝΑ ΜΗ ΘΕΛΩ ΣΑΝ ΤΡΕΛΟΣ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ;
Ε, το αγόρασα που λέτε, και το πήγα στο μαυσωλείο βιβλίων που έχω στο σπίτι μου, όμως δεν το έβαλα στο σωρό, ξεκίνησα αμέσως να το διαβάζω, και ώ του Θαύματος, το βιβλίο ήταν μαγικό, και πήγε εξαιρετικά μέχρι και λίγο πριν το τέλος, τι να λέμε για τα τέλη τώρα άτιμο πράμα να γράφει κάτι τέλος και να αρέσει σε όλους, αλλά όμως είχε και σοβαρές εντάσεις, και χτίσιμο χαρακτήρων, και αναπάντεχες ανατροπές, και τελικά εντάξει δεν ήταν ο Δαίμονας το μπεμπελιλί, ούτε καν είχε μακρινό συγγενειό μ αυτόν, αλλά προσωπικά μέσω αυτής της τρομερής ιστορίας που σίγουρα συνέβη κάπου τον καιρό των Σειρήνων Μαγισσών, με ταξίδεψε σε ένα Περού του 1600 όπου βασιλιάς ήταν ο Φόνος και βασίλισσα η Άγνοια, και υπήκοοι το Θεοφοβούμενο πόπολο (Ω ΛΑΤΡΕΜΕΝΟ ΠΟΠΟΥΛΙΣ ΝΤΕΟΥΣ!). Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν ήταν και τόση ανάγκη να ταξιδέψω τόσο πίσω στο χρόνο.
Ο Ρονκανιόλο είναι φανταστικά φανταστικός παραμυθάς, τον λάτρεψα κυριολεκτικά, τον κάνω εικόνα να λέει ιστορίες γύρω από φωτιά στο δάσος και την κοπελαρία σκαρφαλωμένη στα κυπαρισσόξυλα ψηλά, να μασουλά όχι τα νύχια αλλά τα χέρια της. Το έχασε για λίγο το πέμπτο αστεράκι, ίσως (για μένα πάντα) να ήταν 100 σελίδες ολιγολεξιτερότερο από ότι θα το προτιμούσα. Είπαμε, άτιμο πράμα τα Τέλη…
Σε κάθε περίπτωση, στα αγαπημένα μου για το 2024, προχωράμε για την δεκάδα
10. Κλυταιμνήστρα, Costanza Cassati
H «Κλυταιμνήστρα» ήταν για μένα το μεγαλύτερο αναγνωστικό μου θέλω όταν είδα πως εκδόθηκε στα Αγγλικά το 2023, και επειδή ΠΡΟΦΑΝΩΣ και έχω νταλκά με το Αρχαιοελληνικό Μυθολογικό retelling, δεν ήθελα να περιμένω πότε θα μεταφραστεί ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ στα Ελληνικά, οπότε το αγόρασα και το διάβασα στο ταμπλετ κυριολεκτικά απνευστί μέσα σε 2 μέρες.
Γιατί όμως «προφανώς». Εξηγούμαι.
Λοιπόν.
Η Κλυταιμνήστρα είναι ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ η πιο παραγνωρισμένη και παρεξηγημένη, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ηρωίδα της Ελληνικής Μυθολογίας. Τί διδαχτήκαμε στο Ελληνικό Σχολείο. Πως προσπάθησε να εμποδίσει την εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία, πως ορκίστηκε πως θα τιμωρήσει τον Αγαμέμνονα που θυσίασε την κόρη της Ιφιγένεια, πως όσο εκείνος έλειπε στον πόλεμο εκείνη έπιασε γκόμενο (ακουυυσατε ακούσατε) τον Αίγισθο, πως επιστρέφοντας ο Μεγάλος Στρατηγός από τον Τρωικό πόλεμο φέρνοντας ως λάφυρο της Κασσάνδρα, εκείνη τον έσφαξε την ώρα που έπαιρνε το μπάνιο του.
Τι έγινε στα αλήθεια όμως; Πιστέψτε με, μας τα εξηγεί ωραία και με ανάλυση σε βαθος η φίλη Κοστάντζα . ΕΝΑ. Ο Αγαμέμνωνας για να ταξιδέψουν τα ελληνικά καράβια στην Τροία έπρεπε να θυσιάσει την κόρη του που ταυτόχρονα όμως ήταν και ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ της Κλυταιμνήστρας, τους έφερε κοροϊδεύοντάς κόρη και μάνα πως θα πάντρευε την Ιφιγένεια με τον Αχιλλέα και την κράτησε δια της βίας στη σκηνή όσο εκτελούσαν ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ. ΔΥΟ, την παράτησε 10χρονια σακατεμένη συναισθηματικά σε ένα κάστρο όσο αυτός κούρσευε το σύμπαν, και φυσικά αυτή όσο εκείνος έλειπε σκεφτόταν ΜΟΝΑΧΑ ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ. Την Εκδίκηση της. Που στην τελική και ΤΡΟΙΑ (είδατε τί έκανα εκεί, ε?) με ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΑΓΑΛΛΊΑΣΗ πήρε όταν εκείνος επέστρεψε νικητής από έναν πόλεμο που έφερε στις Μυκήνες όλη τη δόξα και όλα τα χρυσάφια της γης, αλλα ΟΧΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ, ΧΕΛΛΟΟΥ! Αν θέλετε την άποψή μου, και μιας κ μιλάμε για μυθολογία, ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΒΑΛΕ ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ , άλλος στη θέση της θα κανε περισσότερα. Η Κασάτι επαναφέρει λοιπόν με τρόπο θριαμβευτικό στη συνείδηση των αναγνωστών, τον προδομένο άνθρωπο Κλυταιμνήστρα, που της δολοφόνησαν το παιδί της για να γίνει ένας τζενέρικ, παντελώς αδιάφορος για εκείνην πόλεμος, για ενα πουκάμισο αδειανό, για μίαν Ελένη,
Φανταστική αφήγηση, κυριολεκτικά με ενθουσίασε κάθε σελίδα του, εφάμιλλο, μην πω για μένα ΚΑΛΥΤΕΡΟ της Κίρκης. Σπεύσατε και ΧΙΛΙΑ Μπράβο Κονσταντζάκι! A job MASTERFULLY WELL DONE
09. Γουέιτζερ, Ντέηβιντ Γκραν
Ένα καράβι παλιό σαπιοκάραβο με κάτι ναύτες τρελούς πειρατές (ή μάλλον, όχι ακόμα πειρατές), σηκώνει άγκυρα άγριο χάραμα, υπάρχουν θέσεις ακόμα κενές, και ο Γκράν συγγραφέας της ΕΠΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΑΡΑΣ «Γουέιτζερ» μας το ξεκαθαρίζει από την πρώτη σελίδα, το ταξίδι που θα κάνουμε ως συνεπιβάτες, έλαβε στα αλήθεια χώρα το 1742, και ενώ η πολυάριθμη ναυτική αρμάδα ξεκίνησε να συντρίψει το Ισπανικό Ναυτικό και να περάσει θριαμβεύουσα το Ακρωτήρι της Γης του Πυρρός, τα πράγματα δεν θα πάνε καθόλου καλά, οι αέρηδες του Νότιου Πόλου δε συγκρίνονται με αυτούς της Μυκόνου, οι θάλασσες και οι παραλίες της Χιλής είναι όμορφες αλλά σκληρές και ναι, στα αλήθεια κι αυτές το ξέρουν πως σαν τη Χαλκιδική δεν έχει, με λίγα λόγια η Παταγονία δεν είναι ένα ακόμα παιχνιδάκι για το Ανίκητο Αγγλικό Ναυτικό.
Και ναι, είναι απορίας άξιο το ΠΩΣ οι Άγγλοι στην ιστορία του «πως να χώσετε τη μουσούδα σας στα πλούτη μίας χώρας που απέχει μίνιμουμ 5000χλμ από τη δικιά σας» δεν έζησαν και άλλες πανωλεθρίες σαν αυτή του Γουέιτζερ που προσάραξε μονάχο του και κυριολεκτικά χρέπι στον Κόλπο της Οδύνης, και όλοι στασίασαν εναντίον όλων στην προσπάθειά τους αρχικά να επιβιώσουν και μετέπειτα να επιστρέψουν (ναι, και όμως επέστρεψαν και διηγήθηκαν τα ξέτελά τους!) πέρασαν όλοι τους Ναυτοδικείο ως Στασιαστές για να αθωωθούν στο τέλος όλοι μη και αμαυρωθεί η εικόνα της Αγγλικής Τέχνης Καταλήστευσης ΟΛΩΝ των Εθνών του Υπαρκτού Σύμπαντος.
Το ταλέντο στη συγγραφή δεν κρύβεται, και ο Γκραν είναι απίθανος γραφιάς, η δουλίτσα που έχει κάνει είναι συγκλονιστική, συγκέντρωσε, ξεκαθάρισε, έβαλε στη σειρά και επαναδιηγήθηκε με γραπτό αρχείο από καταθέσεις όσων επέζησαν, μία κυριολεκτικά ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ιστορία ενός ναυαγίου, που σελίδα τη σελίδα σε κάνει να αισθάνεσαι πως είσαι κι εσύ κάπου εκεί στο Όρος της Θλίψης, πάνω από τη σκηνή του Καπετάνιου που πυροβολεί τον φίλο του στο κεφάλι, του μηχανικού τη στιγμή που κλέβει μια χούφτα μόνο ρύζι για να μασουλήσει άβραστο, του αρχικελευστή λίγο πριν σβήσει η δύναμή του τη στιγμή που προσπαθεί για μία τελευταία απλωτή που θα τού σωνε τη ζωή.
Δεν υπάρχουν λέξεις για το «Γουέιτζερ» και εγώ δεν έχω συναντήσει ΟΥΤΕ ΕΝΑΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ του που το τελείωσε που να μη μου πει το ίδιο πράμα, όλοι μόλις το έκλεισαν, παρατήρησαν πως το δέρμα τους είχε μαυρίσει κάπως, σα να είχε καεί από τον ήλιο κ το αλάτι, είχαν ενοχλήσεις στην πλάτη κ στα πλευρά λες και τους χτύπησαν με εφταδίχαλο βούρδουλα για παραδειγματισμό, όλοι το τελείωσαν με την παράξενη αίσθηση μιας διαρκούς ατελεύτητης ανακατωσούρας από τη θαλασσοταραχή, την πείνα και τον θάνατο που σκέπαζε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, κάθε τους βράδυ.
ΞΕΚΑΘΑΡΟ 5άρι, ακόμα ένα στο παλμαρέ των Τρομερών Παιδιών του Δώματος .
Το ξεκινάτε χτες, δε διαβάζετε αυτό το ετήσιο ρήβιου για να ανοίξουμε στο τέλος κ κουβέντα.
08. Τα εφτά Φεγγαρια του Μααλί Αλμέιντα
Ξυπνάς μιά μέρα και έχεις πεθάνει. Ναι, τόσο απλά. Έχεις λοιπόν 7 μονάχα γεμίσματα ολόκληρου του φεγγαριού να λύσεις τον γρίφο της δολοφονίας σου ενός χαμού, ανάμεσα σε χιλιάδες, σε μία χώρα που οι νεκροί στοιβάζονται σε βάρκες και αποσυντίθενται πεταμένοι μέσα σε ποτάμια που αποτελούν την τελευταία τους κατοικία, το χώμα της Σρι Λάνκα δεν είναι αρκετό να τους σκεπάσει, η μαζική εθνοκάθαρση, η γενοκτονία των φτωχών, των άπιστων, των διαφορετικών δεν έχει αρχή και τέλος. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε μαγικές τίγρεις και πολύχρωμες γραμματιζούμενες αλεπούδες με 7 κεφάλια και 900 ομιλούσες ουρές, η εξαφάνιση του Μααλί Αλμέιντα, παραμένει μία υπόθεση που δεν αφορά κανέναν παρά τη μάνα που ψάχνει το παιδί της, τη συνεργάτιδα που αναζητά το φίλο της, κάποιος λείπει πάντα σε κάποιον άλλο, αυτός είναι ο κύκλος της ζωής και c’est ca, προχωράμε, να περάσει ο επόμενος, ο κύκλος του αυτού του πρώτου φεγγαριού έκλεισε όσο γράφω αυτό το κείμενο, δε μας μένει χρόνος πολύς.
Ο Σειχάν Καρουνατιλάκα (νομίζω έτσι τονε λένε κι αν οχι σόρι κιόλα) πήρε το μανμπούκερ ξεφυτρώνοντας από το πουθενά και έγραψε το απόλυτο βιβλίο για τη Σφαγή, με συναρπαστικά στοιχεία των μοναδικών παραδόσεων και της λαογραφίας μιας χώρας που η συντριπτική πλειοψηφία όλων μας αγνοεί ακόμα και τη βασική θέση της στο χάρτη, ανήκει στην Ασία, ανήκει στην Αφρική, ποιος ξέρει και ποιος νοιάζεται, οι ζωές των ανθρώπων έχουν την ίδια αξία ανεξαρτήτως του χώματος που είχαν την τύχη ή την ατυχία να γεννηθούν.
Στα καλύτερα της χρονιάς που πέρασε, σημαντική σημαντικότατη κυκλοφορία, kudos στα παιδιά της γκουτενμπεργκάκια για την επιμέλεια, και ναι, αν καταφέρετε και ξεπεράσετε με ομαλό τρόπο τα basic μόνο στοιχεία της λογοτεχνίας του φανταστικού που διανθίζουν με απαράμιλλη κομψότητα το ανάγνωσμα, θα απολαύσετε με την καρδιά σας ένα μοναδικό ταξίδι σε έναν προορισμό που κανείς ποτέ δε σας προετοίμασε έστω και για την πιθανή ύπαρξή του.
07. Μανιακ, Μπενχαμιν Λαμπατούτ
Την εποχή του γρήγορου ίντερνετ και της έτοιμης τροφής που σε δευτερόλεπτα καταναλώνεται από όλους μας, ποια είναι εκείνη η γραμμή που δίνει στον εφευρέτη την ελευθερία να ζήσει παράλληλα με τα κατορθώματά του. Στο μοναδικής σύλληψης Μάνιακ, του πλέον ταλαντούχου συγγραφέα της γενιάς του Μπεντζαμίν Λαμπατούτ, ξεδιπλώνεται με έναν συναρπαστικό τρόπο ένα τρίπτυχο που ενώ φαινομενικά δείχνει να διακλαδίζεται σε ελάχιστά του σημεία, όταν το ολοκληρώσεις και απομακρυνθείς ορισμένα βήματα από αυτό, διαπιστώνεις πως κανείς ποτέ δεν πάντρεψε τόσο αρμονικά, ιστορίες άσχετες μεταξύ τους έχοντας όμως πάντα και διαρκώς στο μυαλό του τον τελικό αριστουργηματικό πίνακα.
Στο πρώτο από τα τρία του μέρη, ο Χιλιανός παραμυθάς μας αφηγείται το πιο φριχτό παραμύθι της ανθρωπότητας, την ιστορία ενός επιστήμονα, το όνομά του δεν παίζει ρόλο αν και στην πρώτη μόλις γραμμή μαθαίνεις πως «ο Πάουλ Ερενφεστ ένα πρωινό του 1933, μπήκε σε ένα σχολείο, πυροβόλησε τον 15χρονο γιο του Βασίλυ στο κεφάλι και μετά έστρεψε το όπλο στο δικό του και αυτοκτόνησε», είναι ένας από όλους εκείνους που οι ανακαλύψεις του σημάδεψαν την ιστορία της ανθρωπότητας, εκείνος όμως έζησε στο όριο της κοινωνίας, έχασε τα λογικά του κυνηγώντας τους άσσους και τα μηδενικά της τελειότητας της ανακάλυψης, και στο τέλος πέθανε παρίας έχοντας χάσει τα λογικά του τη στιγμή που κοίταξε τα μάτια του Τέρατος που δημιούργησε στα μάτια, δίχως την παραμικρή αναγνώριση από κανέναν. Και αυτός, όπως και τόσοι άλλοι πριν και μετά από εκείνον. Και αλήθεια, αξίζει τελικά τέτοια εμμονή και τέτοιος αγώνας για το καλό όλης της ανθρωπότητας όταν το τίμημα είναι η πνευματική ισορροπία και στο τέλος τέλος η ίδια η ζωή?
Σε παρόμοιο τόνο και το δεύτερο μέρος, αφηγείται την απίθανη ιστορία του διάσημου φυσικού Νόημαν, όσοι έχουμε δει το Οπενχάημερ, εννοείται τον θυμόμαστε, συμμετείχε ενεργά στους μαθηματικούς τύπους της «Εξίσωσης για την Τέλεια Καταστροφή της Ανθρώπινης Ύπαρξης», την πλήρη βιογραφία του και το πόσο όμορφα τον χρησιμοποίησαν και τον πέταξαν στο τέλος σαν τσαλακωμένο χαρτάκι, που για το παιδάκι που το ζωγραφίζει πλέον δεν έχει την παραμικρή αξία μιας και έχει ήδη πιάσει το επόμενο. Εκείνος βέβαια σε αντίθεση με τους άλλους, δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να πέσει η βόμβα στη Χιροσίμα, έφτιαξε μάλιστα τον μαθηματικό τύπο για το «Τέλειο ύψος πυροδότησης» ώστε να μεγιστοποιηθούν οι απώλειες. Όλα στο βωμό του Άψογου Μαθηματικού Τύπου, όλα για το τίποτα (?).
Και στο τέλος, η απίθανη αφήγηση του παιχνιδιού Go στο οποίο αναμετρήθηκαν σαν σύγχρονοι Κασπάροφ και Ντιπ Μπλού, ο άνθρωπος με τον υπολογιστή, για το ποιος είναι πιο έξυπνος, ποιος μπορεί να δει πιο μπροστά στο μέλλον, ποιος θα είναι ο τελικός νικητής. Και ναι, όλοι μας το ξέρουμε κι ας κάνουμε την πάπια, ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΟΝΟ πως δε βλέπουμε, κάνουμε πως δεν ξέρουμε πως στο τέλος κερδίζει ο υπολογιστής, και ναι, είμαστε φουλ ευχαριστημένοι να χάσουμε καμία παρτίδα στο σκάκι, αλλά όταν αυτός ο υπολογιστής τελειώσει με το παιχνίδι του, και όσο ο αντίπαλός του κοιμάται, εκείνος συνεχίζει να παίζει, συνεχίζει να γίνεται καλύτερος, συνεχίζει να βρίσκει τρόπους να κερδίζει, μέχρι εκείνη τη στιγμή, που σύντομα ή αργά θα αποφασίζει εκείνος για τον εαυτό του, και τότε ίσως να μην τον νοιάζει να κερδίσει σε μία απλή παρτίδα κολιτσίνας, αλλά ασχοληθεί με την επιβίωση του, αφαιρώντας όλους εκείνους που του είναι περιττοί ή εκείνους που προσπαθήσουν να κάνουν το έργο του δυσκολότερο. Αrtificial Inteligence vs Humanity, και μην κάνει κανείς πως δεν ξέρει την απάντηση από την πλευρά της μηχανής των μηδενικών κ των άσσων.
Και η μεγάλη ερώτηση για τον Λαμπατούτ είναι, ΚΙ ΑΝ φιλαράκι μου καλό ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ η Τεχνητή Νοημοσύνη, πως η Χαρωπή Ζωούλα σου Άνθρωπάκι δεν αξίζει κάτι; ΤΟΤΕ, τί?
Και κλείνεις το βιβλίο, και τρέμεις, και λες, ΚΙ ΑΝ αυτός ο κερατάς ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ? Και ναι, εμείς πιθανόν και θα είμαστε τυχεροί κ μπορεί να μην το μάθουμε ποτέ, αλλά αν τώρα στο μέλλον, αυτό το κείμενο επιβιώσει στη βιβλιοθήκη της ανθρωπότητας, ΚΑΝΤΕ ΚΟΜΜΕΝΤ ΚΑΙ ΣΕΡ.
Τελικά?
Ποιός κέρδισε.
Και ποιό ήταν το Τελικό Έπαθλο της Τελευταίας εκείνης (μάταιης απ την αρχή) Τελευταίας (μας) Παρτίδας.
06. Το τραγούδι του Προφήτη, Paul Lynch
Κάπου στο πολύ μακρινό παρόν, μία πόρτα χτυπάει μέσα στη νύχτα, ένας κύριος με στρατιωτική στολή αναζητάει το μέλος ενός συνδικάτου, η σύζυγος απαντάει πως ο άντρα της δεν είναι εκεί, ο αστυνομικός φεύγει, ο σύζυγος επιστρέφει, την καθησυχάζει, της λέει να μην ανησυχεί, θα πάει ο ίδιος από εκεί το πρωί να δει τι τον θέλουν, όταν όμως το φως του ήλιου ανατέλλει και εκείνος πηγαίνει, ως δια μαγείας εξαφανίζεται κάθε ίχνος του από το χάρτη και σιγά σιγά και όσο το Δουβλίνο βυθίζεται στη βία και στο σκοτάδι, η Αιλίν προσπαθεί να κρατήσει δεμένη την οικογένειά της, την κόρη και τους 3 γιούς της σε μία καθημερινότητα που εκείνη σιγά σιγά μετατρέπεται σε ένα μαύρο πρόβατο του συστήματος, στη σύζυγο ενός παρανομούντα αντικαθεστωτικού τρομοκράτη και ενώ οι πάντες γύρω της την αντιμετωπίζουν ως Παρία.
Το Δουβλίνο είναι η πρωταγωνίστρια πόλη όπου η δράση του «Τραγουδιού του Προφήτη» λαμβάνει χώρα, είναι όμως και ταυτόχρονα η κάθε μία όλες τις πόλεις, είναι το μέρος εκείνο που βλέπεις για 30 δευτερόλεπτα το βράδυ στις ειδήσεις φορώντας τις ζεστές σου παντοφλίτσες πως κάποιοι άνθρωποι δολοφονήθηκαν επειδή έτσι για να ξεχάσεις στα επόμενα 5 και το όνομά τους, είναι ο τόπος που η απλή άποψη σιγά σιγά μετατρέπεται σε πολιτική θέση και φυσικά κακοπροαίρετη κριτική για το παντοδύναμο αλάνθαστο καθεστώς, κάθε μέρα απαγορεύεται προφανώς και κάτι, σήμερα θα παραμείνουν κλειστές οι δημόσιες υπηρεσίες, αύριο τα σχολεία, μεθαύριο θα πρέπει να μείνουν μέσα οι γυναίκες, λίγο μετά έρχεται και η σειρά σου, όσο ο χρόνος περνάει και περιθωριοποιούνταν όλοι οι άλλοι, η διαδικασία φίλε μου τελικά είχε ως τελικό στόχο εσένα, που ήσυχος θεωρούσες και ακόμα θεωρείς πως καμία μέρα δεν είναι διαφορετική από την άλλη, εσύ που πιστεύεις πως δεν έγινε και κάτι που σκοτώθηκαν στο δρόμο δύο παιδιά από τυφλή σφαίρα, εσύ που πιστεύεις πως δεν αγγίζει εμένα συνεπώς δε συμβαίνει καν, εγώ που αντιμετωπίζω τη ζωή με τις ίδιες τέσσερις λέξεις.
Όλα. Θα πάνε. Καλά.
Μέχρι τη στιγμή που τίποτα δεν πηγαίνει καλά. Για την ακρίβεια όλα πηγαίνουν τόσο μα τόσο άσχημα που οι εξελίξεις προλαβαίνουν κάθε πράξη, ο ένας γιός μπαίνει στην αντίσταση για να μην επιστρατευτεί, ο άλλος ψάχνει τρόπο να γίνει κι αυτός μεγάλος, κάθε μικρή καθημερινή πράξη αποκτά ξαφνικά γι’ αυτόν ιδιαίτερο νόημα, η μοναχοκόρη προσπαθεί να αποτελέσει πόλο ενότητας για την ομάδα, και η μητέρα προσπαθώντας να προλάβει καταστάσεις, συνειδητοποιεί σε ένα βράδυ μέσα πως είναι ανήμπορη ακόμα και να πάρει ένα μπουκάλι καθαρό νερό για να δώσει στο νεογέννητό της. Και όλα αυτά όσο η χούντα αποκτά δύναμη και στερεί από τον κόσμο ακόμα περισσότερα δικαιώματα, και αλήθεια, ποια είναι η πραγματική σημασία της λέξης χούντα, κάθε μέρα την ακούμε όλο και περισσότερο γύρω μας, ο Λύντς προσπαθεί με στέρεες εικόνες να την περιγράψει όσο γλαφυρότερα μπορεί, και στο σημαντικότερο κατ’ εμένα βιβλίο της χρονιάς μέχρι στιγμής, δίνει στον αναγνώστη μία αξέχαστη ξεγυρισμένη μπουνιά στα δόντια, από εκείνες που βλέπεις σε super slow motion στις ταινίες, αλλά ποτέ δεν τις νοιώθεις στο πρόσωπό σου, όταν όμως τελειώνεις το βιβλίο αισθάνεσαι κυριολεκτικά σακατεμένος, με ένα στομάχι ανακατεμένο, διπλωμένο στα δύο, και τα μάτια πλημμυρισμένα στα δάκρυα, το τέλος του βιβλίου, είναι ένα υπέροχο τέλος, ένα από τα κλεισίματα εκείνα που κανένας από εκείνους που έχουν διαβάσει το βιβλίο δε θα ξεχάσουν ποτέ.
Σκληρό, πλήρες περιεχομένου, ένα βιβλίο που υπερασπίζεται ΠΑΝΑΞΙΑ τον τίτλο του Κατόχου Μπούκερ που εμένα προσωπικά ΠΟΤΕ δε με απογοήτευσε.
Μη ρωτάτε αστεράκια, έναστρος ουρανός. Αριστούργημα. Μπορεί κ βιβλίο της χρονιάς. Μπορεί και όχι. (όχι τελικά, για λίγο εκτός πεντάδας, αλλά σίγουρα σε εξέχουσα θέση στο μυαλό και στην καρδιά μου).
05. Η ζωή ενός Αγοριού, Ρομπερτ Μακαμον
Ένα βράδυ δίπλα στην ακροθαλασσιά, πέφτει ένα αστέρι. Κάποιος ενήλικας το παρατηρεί, αν έχει πραγματάκια στο μυαλουδέλι του κάνει μία ευχή, και συνεχίζει να πίνει το ουζάκι του. Την ίδια στιγμή, σε μία πεδιάδα του Ουισκόνσιν, ένα παιδάκι ονειρεύεται πως το αστέρι αυτό είναι ιπτάμενος δίσκος, και προσγειώνεται πίσω από τη βουνοκορφή που ορίζει τα όρια του χωριού του, και όταν ο μπαμπάς του που πηγαίνει να δει τι συμβαίνει, επιστρέφει ανέλπιστα ως εξωγήινος, την ώρα που ανίερα πλάσματα κυκλοφορούν ανέγγιχτα και απρόσιτα στη διπλανή λίμνη, και ένα κοριτσάκι που κάθεται στο πίσω θρανίο, είναι μάγισσα και στα διαλείμματα όταν τον κοιτάζει με έντονο ύφος πονάει το κεφάλι του, σα να το κυριεύουν μέλισσες, και στ αλήθεια μια φορά βγήκαν από το στόμα της σφήκες και έπνιξαν μία Κυριακάτικη λειτουργία, αλήθεια το λέει, δεν είναι υπερβολή, άσε που στις μία φορά όταν δεν το κοιτούσε η μαμά του, έτρεξε με τέτοια δύναμη, που όταν άνοιξε τα χέρια του, ένοιωσε το σώμα του να αποχωρίζεται απότομα το έδαφος και να πετ…
Δυστυχώς φίλοι μου μεγαλώσαμε. Ο κόσμος που ζούμε, δεν είναι εκείνος ο κόσμος που φτιάχναμε ανέμελα με τα χέρια μας σκυλάκια και καμηλοπαρδάλεις στους τοίχους των παιδικών μας δωματίων, κάνοντας τυχαίες φωνές και αλυχτώντας σαν τον Michal J.Fox στο Teen Werewolf. Στον κόσμο μας δεν υπάρχει πιά εφτάπετρο και κουτσό, δεν υπάρχουν εξερευνήσεις στο χωράφι του γείτονα που έχουν πλημμυρίσει τα χόρτα, δεν υπάρχουν πληγές από τσουκνίδες και γαιδουράγκαθα, δεν παίζουμε μπαλίτσα κάνοντας λες και έχουμε βγει από τεύχος του Μπλέηκ, κανείς δε διαβάζει πιά με το φακό στο σκοτάδι Ιούλιο Βερν και Μυστικούς Εφτά. Τα εγκαταλείψαμε ΟΛΑ μέσα σε ένα βράδυ, όταν αποφασίσαμε πως πια ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ HELLOΟΟ και είναι χιλιες φορές καλύτερα να χαθούμε στην άψυχη ΟLED οθόνη του τελευταίου iphone 16 max pro aqua superdynamic wow χαζεύοντας τί ΑΚΡΙΒΩΣ (τίποτα απολύτως) κάνουν ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ ΑΛΛΟΙ, θυσιάζοντας όλο το fun της ύπαρξής μας για να γίνουμε ρομποτάκια, που βλέπουν Μαέστρο και ακούνε Μaster of Puppets στο Stranger Things ψάχνοντας στο καπάκι αυτή τη μπάντα, Metallica λέει τους λένε, αρκετά ενδιαφέρουσα μπάντα ακούγονται, έχουν μέλλον…
Ο Μακκαμον, δεν ψήνεται όμως. Θυμάται με περηφάνια το παρελθόν του, και ο μικρός του ήρωας, συναγωνίζεται σε θάρρος τον Σούπερμαν, τα βάζει με άγνωστα θηρία και εκδικητικά θηλαστικά όπως ο Conan o Bάρβαρος, και βγαίνει νικητής, και ας μην τον πιστεύει η μαμά του, και ας μην τον βλέπει καν ο μπαμπάς του, εκείνος αγωνίζεται για το καλό της δικής του Μητρόπολης, και εύχεται για πάντα να είναι τόσο ΜΑ ΤΟΣΟ ΟΜΩΣ ΔΥΝΑΤΟΣ όσο το πιό ΑΔΥΝΑΜΟ παιδάκι του σχολείου του, μέχρι τη στιγμή εκείνη που θα βγάλει τα γυαλιά του και θα γυρίσει τη φράντζα του από την άλλη μεριά.
Η έκπληξη της χρονιάς μέχρι στιγμής, το καλύτερο για άνοιγμα της πεντάδας. Με μία λέξη, ΑΧΑΣΤΟ
04. Εκείνοι που ΔΕΝ έφυγαν, Αταλάντη Ευρυπίδου
Η ΄ΕΚΠΛΗΞΗ της ΧΡΟΝΙΑΣ!!
Το «Εκείνοι που δεν έφυγαν» της Ευρυπίδου, αποτελεί μία συλλογή διηγημάτων στα πρότυπα του Γκιάκ, παραδοσιακός δηλαδή φολκλορικός βαλκανικός τρόμος, οι ιστορίες της Αταλάντης, καλύπτουν ένα ευρύ φαντασιακό φάσμα γεμάτο δήμιους, νεράιδες, χαροκαμένες μανές, μαγικά νερά, κλέφτες κ queer αρματολούς που ψάχνουν θαυματουργά κίτρα, καμπαρέ και επαναστάτες που ζωντανεύουν ανθρωποφάγους δρόμους, και φτάνει σε ταξίδια στο χρόνο με μαγικά βραδιά και χουντικούς που δείχνουν ένα σκοτεινό (πάει κι άλλο;) μέλλον.
Είχα χρόνια να διαβάσω κάτι τόσο ατόφια αυθεντικό, ενώ σαν αναγνώστης ξεκίνησα το βιβλίο παντελώς ανυποψίαστος απλά και μόνο αναγνωρίζοντας κάποια βασικά μοτίβα από το οπισθόφυλλο, ανοίγοντάς το, το άφησα κυριολεκτικά να με καταπιεί, σελίδα τη σελίδα, κεφάλαιο το κεφάλαιο, και έφτασα να το διαβάζω σιγά σιγά με τρόμο «να μην το καταλιώσω» που λέγαμε παιδάκια όταν πιάναμε στα χέρια μας ένα πακέτο καραμέλες και τις γλύφαμε λίγο λίγο λες και ήτανε οι τελευταίες στη Γή.
Έτσι κι εδώ, μιλάμε για ένα ατόφια εντυπωσιακό ντεμπούτο που θα ξετρελάνει κυριολεκτικά τους θαυμαστές του είδους, διαθέτοντας όμως τη δυναμική να τραβήξει στα νερά του και να γοητεύσει ακόμα και εκείνους που δεν έχουν επαφή με το είδος, δείχνοντάς τους τί σημαίνει παραμύθι της γιαγιάς μπροστά στη φωτιά, χωρίς της φωτιά, χωρίς τη γιαγιά, χωρίς καν το παραμύθι.
Το διαβάζετε χτες, ξαναείπα, δεν φτάσατε ως εδώ για να ανοίξουμε κουβέντα!
03. Το Γιγάντιο Καλαμάρι, Φάμπριο Τζενοβέζι
Πριν μπω στη βαρυσήμαντη Κριτική μου γι αυτό το τόσο δα βιβλιαράκι (η οποία θα είναι εκπληκτικά βραχεία σας το υπόσχομαι), θα μου επιτρέψετε ένα σχόλιο, έπεσε το μάτι μου τις προάλλες σε ενα κειμενάκι ΚΩΛαφΟ για το Καλαμάρι στο instagram, και θύμωσα πραγματικά, ρε γαμωτομου, πόσο λάθος μας τα έμαθαν όλα, έγραφε κάποιος με ύφος περισπούδαστο πως το βιβλίο είναι μια βαρετή αφήγηση για καλαμαριά και χταπόδια. Και αλήθεια το λέω, αν και ψήνομαι στο διηνεκές φοβερά, δεν το συνηθίζω να κουνάω μετ’ επιτάσεως το δάχτυλο αλλά αυτή τη μια φορά θα μου επιτρέψετε να τοποθετηθώ.
Όταν κάποιος σας δείχνει ένα δάσος, ακόμα και αν εσείς βλέπετε μονάχα το δέντρο και δεν έχετε ιδέα πως υπάρχουν δίπλα σας και άλλα πραματάκια, ΔΕ ΦΤΑΙΤΕ το ξέρω, αλλά μια χάρη, μην το μεταφέρετε σε τρίτους πως βλέπετε μονάχα ένα δέντρο μέχρις ότου με πλήρη βεβαιότητα βεβαιωθείτε πως στα αλήθεια δε βρίσκεστε σε δάσος. Ειλικρινά δεν ξέρω πως θα το κάνετε, αλλά όταν ένα βιβλίο έχει ως τίτλο «το Γιγαντιαίο Καλαμάρι» δεν είναι απαραίτητο να πωλείται μονάχα σε ψαροταβέρνα βράδυ μεγάλης Παρασκευής με την ίδια λογική που τα «Σταφύλια της Οργής» του Στάινμπεκ δεν μιλάνε για έναν Θυμωμένο Τρύγο. Το λέω με αγάπη. ΔΕ ΦΤΑΙΤΕ, το ξέρω. Αλλά τα πράγματα δεν είναι απαραίτητα πάντα ότι δείχνουν, παίζει, ΠΑΙΖΕΙ ΛΕΩ, να υπάρχει κ ένα άλλο επίπεδο στον αφηγηματικό λόγο, δε θέλω να μιλήσω άσχημα αλλά στιγμές στιγμές πιέζομαι και αν με τσιγκλήσετε λίγο ακόμα, θα πάψει να υπάρχει αγάπη στην καρδιά μου και θα αφήσω από μέσα μου να βγει το Κράκεν, και ξερετε το Κράκεν δε χάριζε ποτέ και σε κανέναν.
Στο φίλο μας δεν άρεσε λοιπόν, ΟΚ (αν και για το Καλαμαρι ΕΓΩ ΘΑ ΜΑΛΩΝΑ ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΓΝΩΣΤΟ πόσο μαλλον με εναν γνωστό) βάζω τελεία.
Εγώ πάλι θα πω σε μία αράδα, πως αν κάποιος θα ήθελε ποτέ να μάθει από ποιο υλικό είναι φτιαγμένα όλα τα ΠΑΝΕΜΟΡΦΑ παραμύθια των ανθρώπων, ΑΥΤΟ είναι το βιβλίο του. Στο Νούμερο Τρία μου για φέτος (θα καταλάβετε διαβάζοντας για τη δυαδούλα μου το γιατί), ΞΕΚΑΘΑΡΑ όμως 5αστεράκια, και ο Τζενοβέζι στους υπερταλαντούχους συγγραφείς που αν ποτέ γνώριζα από κοντά, θα ήθελα με τα χίλια να κάνουμε παρέα.
Μην.
Επαναλαμβανω.
ΜΗΝ. ΚΑΙ ΔΕΝ. ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ.
Και να θυμάστε.
Τα αστέρια φαίνονται ΠΑΝΤΑ οταν τα Φώτα είναι κλειστά.
02. Μία Μέρα στη Ζωή του Αμπεντ Σαλάμα,
Ένα πρωί στην Ιερουσαλήμ, ένας ζευγάρι νεαρών γονιών αποχαιρετάει το παιδί του λίγο πριν πάει σχολική εκδρομή, μία από τις εκατοντάδες σχολικές εκδρομές που τα παιδιά πηγαίνουν καθημερινά σε ολόκληρο τον κόσμο, μόνο για να μάθει λίγες ώρες αργότερα πως το σχολικό ενεπλάκη σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, και πως το γεγονός έλαβε χώρα σε έδαφος που ελέγχεται από το Ισραήλ. Ναι, αυτό που δεν είπαμε είναι πως το παιδάκι είναι από την Παλαιστίνη. Και ενώ κάποια πράγματα σε όλο τον πλανήτη είναι απλά, και ναι ατυχήματα συμβαίνουν, σε εκείνη συγκεκριμένα την περιοχή τα πράγματα μόνο απλά δεν είναι, ποτέ δεν ήταν, και κάτι που θα μπορούσε να αποσοβηθεί με κάποιες βασικές κινήσεις πρόληψης, τελικά αποδεικνύεται ιδιαιτέρως πολύπλοκο, τίποτα δεν είναι απλό και τίποτα περίπλοκο, αν τα μέρη που αναμειγνύονται στη όποια διαμάχη έχουν τη διάθεση να βρουν ένα κοινό τόπο, τα παιδιά όμως είναι παιδιά, και τί δουλειά έχουν να μπαίνουν στη μέση στις δουλειές των μεγάλων (που βασικά συμπεριφέρονται οι ίδιοι σαν παιδιά), για ένα κομμάτι άσφαλτο, για μία ελιά, για ένα πηγάδι που θα μπορούσε να δίνει νερό σε όλους, αλλά προτιμάμε χίλιες φορές καλύτερα να του ρίξουμε δηλητήριο για να μην πίνει στο τέλος κανείς.
Ειλικρινά, δε νομίζω να έχω μιλήσει με περισσότερη θέρμη για άλλο βιβλίο όσο για το «Μία μέρα της Ζωής του Αμπεντ Σαλάμα», και αλήθεια πόσο ειρωνικό να μιλάς με στοργή για ένα κείμενο που είναι στα σκληρότερα αναγνώσματα όλων των εποχών, ένα κείμενο που μιλάει για τη διαρκή αναταραχή σε εκείνο το μοναδικό κομμάτι γης που γεννήθηκε ο Χριστός ο οποίος κήρυττε μονάχα την αγάπη και την ομόνοια, αλλά δεν έζησε αρκετά για να δει μία χώρα να διαλύεται σαν Lego Technics στα χέρια δίχρονου που δεν θέλει για κανένα λόγο να τη δει σαν ένα, προτιμά να τη δει τάβλες και τούβλα, και καλά το δίχρονο είναι δίχρονο δεν φταίει, αλλά όταν κάνεις την αναγωγή στο σήμερα σου σηκώνεται η πέτσα και μόνο στη σκέψη πως όσο εσύ πίνεις αμέριμνος τον καφέ σου, οικογένειες ολόκληρες ψάχνουν δίχως αύριο ένα Αμοξίλ για το παιδί τους, ένα κομμάτι ψωμί για το παιδί τους, μια γουλιά νερό για το παιδί τους. Και όταν στην πρόταση μπαίνει η λέξη παιδί, όποια πρόταση και αν είναι, σου δημιουργεί ένα διαρκές αίσθημα φρίκης και ανακατωσούρας.
Είναι για μένα δίχως αμφιβολία το σημαντικότερο και βιβλίο που διάβασα μέσα στο 2024, σας το συστήνω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, θέλει όμως άλλη τόση δύναμη να το τελειώσετε. Σε κάθε περίπτωση. Πρέπει να έχετε αυτή την εμπειρία. Άξιο πανάξιο βραβείο Πούλιτζερ, συγχαρητήρια ξανά στα Δωματάκια που έκαναν κρίνω τον απόλυτο μεταφραστικό άθλο της χρονιάς
01. Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός ή Το Δειλινό Κοκκίνισμα στη Δύση, Κόρμακ ΜακΑρθι
Ο «Ματωμένος Μεσημβρινός» του Μακάρθι, ήταν για πολλά χρόνια το Ιερό Δισκοπότηρο των απανταχού Ιντιάνα Τζόουνς των εξαντλημένων βιβλίων, οι τιμές της προηγούμενης έκδοσης είχαν φτάσει και τα 150€, όποτε και μόνο η είδηση πως οι εκδόσεις Gutenberg θα το εξέδιδαν σε νέα μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή, ήταν ικανή να απογειώσει το ενδιαφέρον όλων μας σε επίπεδα πέραν κάθε περιγραφής.
Και το βιβλίο κυκλοφόρησε φέτος, καλοκαίρι του 2024.
Αυτό όμως το κείμενο δεν γράφτηκε για να αποτελέσει την όποια περίληψη ή (ακόμα μία) κριτική του έργου. Γιατί από τη στιγμή που το έπιασα, κυριολεκτικά από την πρώτη του σελίδα, έπαθα κάτι το οποίο ειλικρινά δεν έχω την ικανότητα να περιγράψω σε λέξεις. Και αλήθεια θα σας προτείνω, να πάτε στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας και να διαβάσετε την πρώτη του μοναχά σελίδα, σας δίνω το λόγο της τιμής μου ένοιωσα σα να βλέπω πρώτη φορά στη ζωή μου το ομορφότερο κορίτσι που γεννήθηκε ποτέ στο Σύμπαν, η αίσθηση εκείνη του αναπάντεχου που δε σε αφήνει να τραβήξεις την προσοχή σου, τα μάτια σου, το κράτημα εκείνο της ανάσας πριν το μεγάλο σάλτο, αλήθεια σας το λέω, έχω διαβάσει πολλά, μα πάρα πολλά όμως βιβλία στη ζωή μου, δεν το λέω για να φλεξάρω πιστέψτε με, και έχω νοιώσει και ενθουσιασμό, και λατρεία και βαθιά αγάπη για κείμενα που έχω ολοκληρώσει, ξαναλέω πως δεν ξεκίνησα χτές την ανάγνωση, ε, αυτό το πράγμα να μη θέλω να γυρίσω τις σελίδες του για να μη μου τελειώσει, να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω διαρκώς κομμάτια του, να υπογραμμίζω ασταμάτητα μέρη του συγγραφικά μοναδικά, μαγικές καθόλου στην τύχη διαλεγμένες λεξούλες στη σειρά από ένα ταλέντο που όμοιό του νομίζω ο πλανήτης μας δεν πρόκειται να ξαναγνωρίσει, ένα βιβλίο για την Άγρια Δύση που ονομαστικά μονάχα γνωρίζουμε από τα generic γουέστερν του Τζον Γουέην, ένας κυριολεκτικός συγγραφικός ΑΘΛΟΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΟΠΩΣ ΚΑΝΕΝΑ, ένα ΒΙΒΛΙΟ που να ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ, ποτέ μου δεν περίμενα πως παρόμοιό του είχε ποτέ γραφτεί και εγώ θα είχα την ΤΥΧΗ να το χω στα χέρια μου.
Ένα βιβλίο μόνο του και όλα τα άλλα, βιβλία κι αυτά, παραπέρα να παίζουν προσπαθώντας να του τραβήξουν την προσοχή, χωρίς αυτό να τους ρίχνει καν μία ματιά.
-Ήρθαν οι αγροτοκαλλιεργητές από τη Λακωνία να μας πούνε τί είναι ΒΙΒΛΙΑΡΑ!
-Ήταν ΒΙΒΛΙΑΡΑ Κύριε Πάνο μου?
-ο Ορισμός της ΒΙΒΛΙΑΡΑΣ κυρίας μου!
Επίσης, δεν έχουν ξαναεπιμεληθεί με τέτοια αγάπη άλλο εξώφυλλο βιβλίου ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ! Και όχι τυχαία θα πω ξανά.
ΕΥΦΗΜΟΣ ΜΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 1, To Άγριο Βιβλίο, Χουάν Βιγιόρο
Περνάμε τώρα σιγά σιγά στο βαρύ Πυροβολικό της χρονιάς.
Το «Άγριο βιβλίο» αφηγείται την ιστορία ενός παιδιού που οι γονείς του παίρνουν διαζύγιο, ο μπαμπάς φεύγει για το εξωτερικό, η μαμά παθαίνει έναν μικρό νευρικό κλονισμό, και το μικιό αναγκάζεται να ζήσει μέχρι εκείνη να συνέλθει, υπό την κηδεμονία του θείου του, ενός ανθρώπου παράξενου, μυστηριώδους, που το σπίτι του είναι γεμάτο ράφια με χιλιάδες βιβλία, σκόρο και σκόνη. Με το που περνάει λοιπόν ο μικρός με το πόδι του την πόρτα, μαθαίνει μία πολύ ιδιαίτερη αλλά και παράξενη ιστορία, στο ράντζο των βιβλίων υπάρχει και ένα ΠΟΛΥ ΑΓΡΙΟ που κανέναν δεν αφήνει να το πλησιάσει, βασικά τις λίγες φορές που κάποιος το έχει δει, αυτό με μαγικό τρόπο μοιάζει νε βγάζει πόδια ή φτερά και κυριολεκτικά εξαφανίζεται! Ε το ανίψι αποκτά για εκείνο το καλοκαίρι μία φανταστική αποστολή, να κατορθώσει με κάποιο τρόπο να αιχμαλωτίσει εκείνο το βιβλίο, και να το παραδώσει προς ανάγνωση στο μπάρμπα του.
Δε θα δώσω περισσότερες λεπτομέρειες, θα πω όμως μία μικρή ιστορία. Το βιβλίο διαβάστηκε φέτος στη Λέσχη Βιβλίου Ηρακλείου (λινκ εδώ, έχουμε και διαδικτυακό τμήμα αν σας ψήνει να διαβάζετε παρέα με ορισμένους χτυπημένους όπως εγώ) και άκουσα μία άποψη που με προβλημάτισε κάπως και ήθελα να την καταθέσω και γραπτώς. Ένα μέλος λοιπόν είπε πως το βιβλίο «ήταν παιδικό» αυτή ήταν η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ που του απέδωσε «ένα αστεράκι ξερωγω» και εγώ κόλλησα λίγο, και τα γραψα και στην «Ιστορία ενός Αγοριού» θα το γράψω ξανά και εδώ σαν κλείσιμο.
Εγώ, σας Βασίλης, σαν Vasilakosbooks αν προτιμάτε, πολύ θα ήθελα να ξαναήμουν παιδί, να με παίρνει από το χεράκι η μαμά μου και να πηγαίνουμε στον 2ο όροφο της Βικελαίας, εκεί που το παιδικό τμήμα ήταν ανεβαίνοντας τη σκάλα δεξιά, και είχε ένα στρογγυλό τραπεζάκι με κοντοπόδαρες καρέκλες πορτοκαλί αν θυμάμαι καλά, εκεί πηγαίναμε και καθόμασταν παρέα και παίζαμε ΚΑΙ ΚΑΛΑ σκάκι για λίγο, δε θυμάμαι αν κέρδιζα ή αν έχανα, θυμάμαι όμως πως μετά σηκωνόμουν και τράβαγα για τα ράφια όπου πρωτοανακάλυπτα την εργογραφία του Ιούλιου Βερν, τον Κάπταιν Νέμο με τα μυστηριώδη Καλαμάρια του, το Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες, τον Μιχαήλ Στρογκόφ, το ταξίδι στο κέντρο της Γής, αλλά και τους Μυστικούς Εφτά, τους Πέντε φίλους, τη φίλη μου τη Μαφάλντα και τον κολλητούλη μου τον Λούκι Λουκ, και μετά έψαχνα τη μαμά μου που είχε μπεί στο απέναντι τμήμα, εκείνο των ενηλίκων που είχε κάτι κατακόκκινα βαριά βιβλία χωρίς εξώφυλλο κάποιου Νίκου Καζαντζάκη νομιζω τον λέγανε, που για κάποιο όλο ακατανόητο για μένα λόγο όλοι όταν άκουγαν το όνομά του τρελαινόταν, κάποιου Ντοστογιέφσκι και κάποιου Βικτωρος Ουγκό. Δεν θυμάμαι τον τίτλο κανενός βιβλίου από εκείνο το τμήμα, πήρα μεγαλώνοντας τα δικά μου, αλλά δε ζήλευα, γιατί οι εκδόσεις ΑΣΤΗΡ ήταν πάντα εκεί για μένα και τα Κλασσικά Εικονογραφημένα φυσικά που μου δίνανε συμπυκνωμένα ΚΑΙ ΜΕ ΕΙΚΟΝΙΤΣΕΣ όλα όσα και παραπάνω εγώ ονειρευόμουνα σε ένα τούβλο της εποχής που για μένα ήταν παντελώς απροσπέλαστο.
Τότε που η ζωή μου ήταν απλή και χαρούμενη και γεμάτη άγριες θάλασσες, πανούργους πειρατές, χαλασμένα αερόστατα και πεινασμένους δεινόσαυρους.
Επιστρέφοντας στο Άγριο Βιβλίο. Καλό το να είσαι ενήλικας και να χεις διαβάσει και το Εκκρεμές του Φουκώ, ποιος από εμάς θα τα βάλει ποτέ με τον Βλάσση, αλλά το να είσαι ΠΑΝΤΑ ΠΑΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ είναι υπερατού και ΑΠΛΑ δε χάνει…
Νομίζετε τώρα εσείς ότι τελειώσαμε.
ΓΕΛΙΕΣΤΕ, σας είπα και στην αρχή, το 2024 μπορεί να τελείωσα με τα βιβλία που θα ήθελα να έχω στα ράφια μου, αλλά με έπιασε και μία νέα εμμονή (να διαβάσετε την Εμμονή της Μπάγιάτ, έχω γράψει για αυτή στο ρήβιου του 2022), το να μπω σε έναν κόσμο που μέχρι πέρσι ονομαστικά και μόνο γνώριζα, σε εκείνον των Manga. Και πιστέψτε με μιλάμε για ένα σπορ, που αν δεν το προσέξεις, σε καταπίνει, όποτε χάραξα με προσοχή την στρατηγική μου και είπα θα επικεντρωθώ σε συγκεκριμένα κομμάτια, τα οποία άλλοι που είναι χρόνια στο σπορ ξέρουν και προτείνουν, είναι σα να έρθει ένα παιδί που δε γνωρίζω και να μου πει «θείο, θέλω να ξεκινήσω την ανάγνωση, από που ξεκινάω» ε δε θα του συστήσω καρφί το Όνομα του Ρόδου, θα το προσέξω το κοπέλι, είπα λοιπόν πως η λίστα μου θα ξεκινήσει με Berserk (14 Deluxe τόμοι), με Vinland Saga (μέχρι στιγμής 5 deluxe τόμοι) και φυσικά με το ένα και μοναδικό φαινόμενο του αιώνα, το One Piece το οποίο αυτή τη στιγμή έχω αγκυροβολημένο στο τεύχος 25 από τα 115 το σύνολο αλλά πιστέψτε με μέχρι που το ξεκίνησα αναρωτιόμουνα κυριολεκτικά «τί δεν καταλαβαίνω ο θείος» και «γιατί όλος αυτός ο χαμός για ένα παιδάκι που όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει πειρατής» ε, το ξεκίνησα που λέτε και αν και είμαι κυριολεκτικά στην αρχή, πιστέψτε με όταν σας λέω πως καταλαβαίνω ΑΚΡΙΒΩΣ τον λόγο για τον οποίο όλοι αγαπάνε τον Λούφι, το παιδάκι εκείνο που ονειρεύτηκε ένα βράδυ να γίνει ο σημαντικότερος πειρατής όλων των εποχών αποκτώντας τον σημαντικότερο θησαυρό που ΔΕΝ ανακαλύφθηκε ποτέ, το One PIece, και που στο ταξίδι του αυτό έχει μαζί του τον Ξιφομάχο Ρορονόα Ζόλο, τον Σάντζι που ερωτεύεται με το παραμικρό, τη Νάμι τη χαρτογράφο που λατρεύει τα μανταρίνια, και τον αξιολάτρευτρο Τάρανδο γιατρο Τονι Τονι Τσοπερ (που είναι και το αγαπημένο λούτρινο της ανηψούλας μου). Ειλικρινά, διαβάστε το δεν είναι δύσκολο, συνηθίζεις το να διαβάζεις από πίσω προς τα μπρος και απο τα δεξιά προς τα αριστερά, θα το απολαύσετε όσο τίποτα και θα σας αποζημιώσει όσο λίγα πράγματα στην αναγνωστική ζωή σας. Βέβαια από την άλλη αν θέλετε δείτε το άνιμε, να μη φάτε 150 ωρες διαβάζοντας, χοντρικά έχω υπολογίσει πως κάθε τευχάκι θέλει περί την μία ώρα, αλλά «ότι αξίζει πονάει και είναι δύσκολο» που αν δεν το χει πει κανείς, δικό μου!
Αυτά για φέτος. Ξεπέρασα τις 8000 λέξεις αλλά μη γκρινιάζετε, ήταν έτος δίσεκτο. Και όπως κάθε χρόνο θέλω να κλείσω με το εξής. Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, αλλά νομίζω χρήσιμο είναι, έτσι που έχει γίνει το σκηνικό της καθημερινότητας όλων μας, το να διαβάσει κάποιος ένα βιβλίο, φαντάζει τρομερά δύσκολο. Δεν είναι όμως χρονοβόρο επιτρέψτε μου να πω. Για μένα προσωπικά ήταν και φέτος ήταν μία μέτρια αναγνωστική χρονιά παρά τα 50 πλας βιβλία, φυσικά είδα ελάχιστες ταινίες, σειρές μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού (ΜΟΝΟ SLOW HORSES λέμε), άκουσα πάρα πολλά podcasts (κάντε συνδρομή στο spotify και στο γιουτουμπ να βρείτε την υγειά σας), αλλά το έχω ξαναπεί, δεν έκανα ΒΗΜΑ χωρίς ένα βιβλίο στην τσάντα μου, στο αεροπλάνο (όχι μου, γενικά στο αεροπλάνο), δίπλα στο μαξιλάρι μου. Δέκα λεπτά; Δέκα λεπτά. Μία ώρα; Μία ώρα.
Δεν υπάρχει λίγο, δεν υπάρχει πολύ. 50 σελιδούλες τη φορά είναι αρκετές (κατέβασα τον αριθμό των σελίδων, προπέρσι είχα γράψει για 100 αλλά τελικά δε χρειάζεται τόσες πολλές). Και μην ξεχνάτε.
Η μπάλα ΚΑΤΩ και προχωράμε.
Υγεία σε όλους.
Και του χρόνου πάλι καλά να είμαστε, τα ξαναλέμε.