Πρίν λίγες μέρες βρισκόμουν σε ένα φιλικό σπίτι όπου και συζητούσαμε για τις πλέον προβοκατόρικες ταινίες που είχαμε δει μέσα στο 2010. Όταν λοιπόν ρώτησα το φίλο μου και γνωστό Guru της κινηματογραφίας Γιώργο, τη γνώμη του για τον «Κυνόδοντα» αυτός μου απάντησε ότι δεν τον είχε δεί επειδή είχε μάθει ότι ήταν «Αντιγραφή» και είχε ξενερώσει τόσο που δεν του έκανε όρεξη να πατήσει το Play. Όταν δε τον ρώτησα που το είχε ακούσει, μου είπε «Γράψε στο Google: Κυνόδοντας, Αντιγραφή και θα δεις και τα λινκ«.
Ομολογώ ότι ήμουν πολύ περίεργος για το αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, οπότε με το που πήγα σπίτι έκανα τη συγκεκριμένη αναζήτηση (τα απότελέσματα εδώ). Εντυπωσιάστηκα μάλιστα βλέποντας ότι η Ελευθεροτυπία είχε δημοσιεύσει στο site της ένα κείμενο οπου σε κάποιο του σημείο αναφέρει ότι:
«Πράγματι, αν κοιτάξει κανείς την ταινία στο U-Tube (μπορεί μάλιστα να τη βρει και σε VHS σε βιντεάδικα), θα δει πολλές ομοιότητες. Και πρώτα η ιστορία: ένας πάτερ-φαμίλιας στο σύγχρονο Μεξικό (του 1976, που γυρίστηκε η ταινία), που, φεύγοντας κάθε μέρα για τη δουλειά του, κλειδώνει στο αρχοντικό του τη γυναίκα του με τις δυο κόρες και τον ένα γιο, στην προσπάθειά του να προστατεύσει τα παιδιά του από τον έξω κόσμο. Υστερα, ενώ ο πατέρας λείπει, τα παιδιά παίζουν τυφλόμυγα, κάνουν μπάνιο και, ενδιάμεσα, βρίσκουν την ευκαιρία να χαϊδεύονται. Ενώ, όταν ο πατέρας επιστρέφει, τους βάζει να καθίσουν, τους διαβάζει αποσπάσματα από ένα βιβλίο και τους αναγκάζει να τα επαναλαμβάνουν μετά απ’ αυτόν!» (το πλήρες κείμενο εδώ)
«Ρε Λες?!» σκέφτηκα και το επόμενο πρωί «έτρεξα» στο VideoClub της γειτονιάς μου και νοίκιασα το περιβόητο «Κάστρο της Αγνότητας». Στα μεξικάνικα χωρίς υπότιτλους. Ας είναι όμως καλά το «Greeksubtitlesproject.com» (που είναι πάντα πιό ενημερωμένο), με τα πολλά και για να μην πλατειάζω άλλο, χτές βράδυ κατάφερα τελικά και το είδα.
Το συμπέρασμα?
Συγνώμη κιόλας αν το χαλάω σε μερικούς μερικούς «συνωμοσιολόγους», αλλά καμία σχέση.
Το «El Castillo de la Pureza«, βασίζεται στο χαρακτήρα ενός ψυχοπαθή αρσενικού επιβήτορα που κρατάει όλη του την οικογένεια όμηρο του ανώμαλου τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς του. Ο πατέρας δικτάτορας διοικεί το σπίτι ενάντια σε όλους. Γιατί αντιδρούν όλοι. Η μικρή του κόρη τον αμφισβητεί διαρκώς. Η μέγάλη ψάχνει τρόπο να δραπετεύσει. Ο μοναχογιός του τολμάει και του σηκώνει ανάστημα. Η ίδια του η σύζυγος απειλεί να τον σκοτώσει. Όλοι όμως τιμωρούνται παραδειγματικά. Ο ίδιος δεν υπολογίζει κανένα και εφαρμόζει μόνος του τους νόμους του (και κυρίως τις ποινές όταν αυτοί οι νόμοι παραβιάζονται). Τα παιδιά του εργάζονται παρασκευάζοντας ποντικοφάρμακο το οποίο αυτός καθημερινά πουλάει στην αγορά. Μπορεί να τους απαγορεύεται να βγούν από την κεντρική είσοδο του σπιτιού η γειτονιά όμως δεν αγνοεί την ύπαρξή τους. Έρχονται σε συναναστροφή με άλλους ανθρώπους (αυτούς που επιλέγει ο πατέρας να μπουν στο σπίτι) διαβάζουν κανονικά βιβλία, δεν βάζουν στο μυαλό τους «πειραγμένες» πληροφορίες. Ο κόσμος τους δεν καταδυναστεύεται από ψεύδη. Μόνο από τη μορφή του πατέρα δυνάστη, η απουσία του οποίου, επιτρέπει στα παιδιά να παίζουν, να γελάνε, να αστειεύονται, να αγκαλιάζονται, να ζουν «κανονικά» πάντα με την παρουσία της μητέρας δίπλα τους, η οποία σε ολόκληρο το έργο δείχνει μετανιωμένη για την επιλογή της, προσπαθώντας με το χαμόγελό της και μία αγκαλιά να διορθώσει ότι προλαβαίνει. Με την επιστροφή του δικτάτορα στο «κάστρο», η ιδιαίτερη αυτή οικογενειακή «φάμπρικα» μπαίνει ξανά σε λειτουργία μέχρι την επόμενή του έξοδο. Το τέλος της ταινίας είναι λυτρωτικό. (ακολουθεί Spoiler). Η κόρη πετάει ένα σημείωμα από το μπαλκόνι. Δεν το βλέπει κανείς. Μία παρεξήγηση οδηγεί στην είσοδο της αστυνομίας στο σπίτι. Ο πατέρας αντιστέκεται και τελικά συλλαμβάνεται από την αστυνομία. Τα παιδιά βγαίνουν από το σπίτι. Είναι ελεύθερα? Αυτό είναι σχετικό μιας και μετά από λίγο επιστρέφουν ξανά μέσα στο «κάστρο» δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι οι φυλακές δεν οριοθετούνται από κάγκελα και τεράστιες πόρτες αλλά από συμπεριφορές ανθρώπων. Και τη δεδομένη στιγμή ούτε τα ίδια ήταν έτοιμα για να βγουν στον πραγματικό κόσμο, ούτε όμως και ο κόσμος ήταν σε θέση να τα υπο/από-δεχτεί.
Ναι η πρωτότυπη ταινία, είναι βασισμένη σε μία οικογένεια όπου ο πατέρας κρατάει τα τρία του παιδιά κλεισμένα σε ένα σπίτι αποκομένα από τον υπόλοιπο κόσμο και ναι, υπάρχει και στην «πρωτότυπη» ταινία σκηνή αιμομιξίας. Άρα είναι αντιγραφή? Όχι. Ο Κυνόδοντας είναι μία ταινία που ξεκινάει προβάλλοντας το λάθος ως σωστό, το παράλογο ως λογικό, το αρρωστημένο ως υγιές. Είναι μία ταινία που εξελίσσεται παράλληλα με τους χαρακτήρες των παιδιών, που έχουν φτάσει σε εκείνο το σημείο όπου οι αντοχές τους κινδυνεύουν να σπάσουν. Εκείνο είναι και το σημείο όπου χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για να ξεκινήσει η δράση. Μέχρι τότε? Καμία εξουσία δεν αμφισβητείται ποτέ από κανέναν. Τα παιδιά έχουν μονάχα απλές ερωτήσεις και δέχονται αδιαμαρτύρητα όποιες απαντήσεις και αν τους δίνονται. Ζουν μία ζωή βασισμένη στο ψέμα και στο φόβο. Αποκλεισμένα από κάθε είδους κοινωνική επαφή και φυσικά κάθε μορφή πληροφοριών. Μόνο μετά την είσοδο λογοκριμένων εικόνων και προτύπων στο «καθαρό» σπίτι της οικογένειας, ξεκινάνε οι χημικές αντιδράσεις στις συμπεριφορές τoυς που θα οδηγήσουν στην τελική έκρηξη. Η εξέλιξη του «Κυνόδοντα» είναι ένας ανελέητος ξυλοδαρμός συνειδήσεων.
Για αυτό και όποιοι μένουν στις σκηνές της αιμομιξίας, θεωρώ ότι έχουν δεί λάθος την όλη μυθοπλασία. Η ταινία δεν είναι πεζά «αυτές». Αυτές είναι απλά το τελευταίο στάδιο της κατάπτωσης. Είναι το άκρο, το «μή παρέκει». Είναι το πάτημα του κόκκινου κουμπιού που πυροδοτεί τον πύραυλο με τελικό στόχο το ίδιο το αρρωστημένο δημιούργημα των γονιών-δήμιων. Επίσης είναι περισσότερο από προφανές ότι τον Λάνθιμο δεν τον απασχολεί να ικανοποιήσει τα πλήθη. Η ταινιά δεν γυρίστηκε για να βγεις στο τέλος και να πεις «Έπος» ή «Εμετός«. Ο «Κυνόδοντας» είναι απλά ένας διαφορετικός δρόμος. Το τέλος του εικαστικού αυτού δημιουργήματός είναι περισσότερο εφιαλτικό παρά λυτρωτικό. Ο θεατής δεν παίρνει κανένα είδος απαντήσεων στα ερωτήματα που έχει. Δε μαθαίνει καν τα ονόματα των παιδιών. Γιατί τα ονόματα δεν παίζουν ρόλο. Ρόλο παίζουν τα ερεθίσματα και πως αυτά καταφέρνουν και βγάζουν τους χαρακτήρες από τη χειμερία νάρκη του Μεσαιωνικού σκοταδισμού που τους έχει επιβληθεί, στο εξαγνιστικό φως της (κυριολεκτικής τους) Αναγέννησης. Τα παιδιά δεν απεικονίζουν κατ’ ανάγκη παιδιά. Απεικονίζουν όλους αυτούς, που αν αύριο βγεί μία «Τατιάνα» κραδαίνωντας το «Ιερό iPad» στα χέρια της, ουρλιαζοντας για την έναρξη του «Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου» θα τρέξουν πανικόβλητοι στα καταφύγια χωρίς δεύτερη σκέψη. Απεικονίζουν όλους αυτούς που δεν τολμούν να κάνουν το βήμα παραπάνω προκειμένου να συναντήσουν μόνοι τους τη γνώση, την αλήθεια, τον άνθρωπο δίπλα τους. Με λίγα λόγια απεικονίζουν κάποιους από εμάς (άν όχι όλους).
Και ας ξεκολλήσουμε επιτέλους από αυτό το ανυπόφορο κόμπλεξ κατωτερότητας. Ναι ο Λάνθιμος πήγε στα Όσκαρ. Get Over It! Δεν είναι ανάγκη να έχει κλέψει το σενάριο. Δεν είναι ανάγκη να είμαστε εμείς οι «μάγκες» που ανακαλύψαμε την κλοπή. Στο κάτω κάτω δε βγήκε να μας το τρίψει και στα μούτρα. Έτσι όπως δεν ξέραμε τη μούρη του πριν την υποψηφιότητα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δεν την ξέρουμε και τώρα. Και αν μή τι άλλο, αυτο είναι μεγάλη μαγκιά.
Καλή επιτυχία λοιπόν Γιώργο κ ας μην έχω δικαίωμα ψήφου για τα Όσκαρ. Ακόμα…
(και αν τύχει και σου ξανάρθει η όρεξη για κάνα κλιπάκι σαν το παρακάτω, πάντα θα ναι «Μore than Welcome«)
Pingback: Κυνόδοντας | arkoudos.com