Vasilakos News
Home » Facebook » Δεκαοχτώ, και δύο, και ένα βιβλία για το 2025

Δεκαοχτώ, και δύο, και ένα βιβλία για το 2025

Καλημέρα (καλησπέρα δεν ξέρω τι ώρα το διαβάζετε αυτό το κείμενο), μην το πείτε, σας έλειψα το ξέρω, δεν ήθελα να το πω εγώ, αλλά αφού επιμένετε.

Φέτος είναι η χρονιά 9η η συνεχόμενη, (ναι σχεδόν συνεχόμενη, συμπεριλαμβανομένου του προπέρσινου διαλείμματος) αλλα και προφανώς καθοριστική μιας και βρίσκεται λίγοοο πριν από τη 10η, αν όλα πάνε κατόπιν προγράμματος, το 2026 θα είναι μία πολύ διασκεδαστική χρονιά για το project vasilakobooks, αλλά για αυτά θα μιλήσουμε και παρακάτω. Τί παρακάτω δηλαδή εδώ θα σας τα πω, είχα γράψει ακριβώς το ίδιο πέρσι, αλλά δυστυχώς το podcast (ναι αυτό προσπαθώ να κάνω να γίνει) που ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΜΩΣ θα βγεί μέσα στο 2026 (έχω γράψει στο χαρτί 8 ολόκληρα επεισόδια), δεν είναι ακόμα όπως ακριβώς το θέλω, και όσοι λίγοι με ξέρετε, ξέρετε για τί καράβι μιλάμε, αν δεν είναι στο κουτάκι που το χω κομμένο και ραμμένο ακριβώς όπως το έχω στο μυαλό μου, καλύτερα να το καθυστερήσουμε λίγο ακόμα, μέχρις ότου γίνει έτσι που πρέπει.

Το λέω για μία ακόμα φορά, ούτε φέτος θα δώσουμε ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ σημασία σε οτιδήποτε υπήρξε πέραν των χάρτινων σελίδων οπότε για αρχή θα σας εκμυστηρευτώ και κάτι που σημάδεψε τη χρονιά μου, ναι, επιτέλους πήρα βιβλιοθήκες, ναι ναι μπέσα, πλέον στο σπίτι μου δεν υπάρχουν βιβλία στο πάτωμα, τα πάντα είναι σε ράφια, δεν ήμουν έτοιμος για αλφαβητική σειρά, αλλά και μόνο που μπήκαν κατά μέγεθος, είμαι πολύ ευχαριστημένος.

Και ξανά NAI oπως βλέπετε στην παραπάνω φωτο, η χρονιά που μας πέρασε ήταν η χρονιά που έκανα τη βιβλιοθήκη μου με τα κόμικς και τα manga ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ πάντα την ονειρευόμουν. Είμαι πολύ τυχερός, δεν μπορώ να πω, αλλά το χόμπι πέραν από την τύχη θέλει και πάρα πολλές θυσίες, πλέον όμως έχω ένα δωμάτιο που κάποιος μπαίνει και από τα χρώματα κλείνει τα μάτια σου για να μπορέσει να συλλάβει το μέγεθος, και ναι εννοείται θέλω κι άλλα, αλλά ολοκλήρωσα τη ΒΑΣΙΚΗ συλλογή μου αναφορικά με το Berserk και το Vinland Saga και τις Absolute εκδόσεις που δεν ήθελα να λείπουν από τα ράφια μου, ναι τα έχω διαβάσει και τα δύο μέχρι τη μέση, αλλά δεν ήθελα να μου «καταλύσουν» που λέγαμε μικροί οπότε τα άφησα μεσάτα. Δυστυχώς το 2025 δεν ήταν η χρονιά μου αναφορικά με τις περιπέτειες του Λούφι, του ΤονιτονιΤσόπερ και της Νάμι, δεν κατάφερα δηλαδή παρά να διαβάσω δύο μονάχα τεύχάκια από το One Piece, μου υπολείπονται δηλαδή καμία 130αριά, αλλά ποιος βιάζεται, καλά να είμαστε και όρεξη να έχει ο Oda να γράφει και να ζωγραφίζει.

Πάμε τώρα και στην ανάλυση, να ξεκινήσουμε σιγά σιγά. Έγραφα πέρσι « Σημείωση ΙΙΙ, βασικός στόχος του 2025 να διαβάσω τα δύο ΤΟΥΒΛΑ στις βιβλιοθήκες των απανταχού fantasy freaks, δηλαδή το «The Eye of the World» του Robert Jordan και το «Τhe Way of the Kings» του Brandon Sanderson. Αν καταφέρω και τον πρώτο τόμο του Malazan θα να χαρώτο. Θα δούμε». Δυστυχώς δεν κατάφερα να διαβάσω ΟΥΤΕ το «the Eye of the World» αλλά ΟΥΤΕ και τον πρώτο τόμο από το Malazan, όμως (drumroll…) ΔΙΑΒΑΣΑ τον πρώτο τόμο από τα Stormlight Archives!

Ω ΝΑΙ. Το πολυδιαφημισμένο ως το καλύτερο fantasy που γράφτηκε ποτέ, το πρώτο μέρος της πενταλογίας, που θα ολοκληρωθεί σε δύο μέρη (ναι, τα βιβλία στο σύνολό τους θα είναι 10 και εγώ τελείωσα μόλις το πρώτο…) αποτελεί για μένα ΠΑΡΕΛΘΟΝ! Και όχι μόνο αυτό, αποτελεί πλέον ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΟ γαλόνι της αναγνωστικής μου φαρέτρας, πλέον είμαι περήφανο μέλος της κοινότητας, και δηλώνω αληθινά κατενθουσιασμένος, είμαι ήδη στη σελίδα 300 του 2ου τόμου, αλλά είπαμε ποιος βιάζεται. Δε θα μπω σε λεπτομέρειες, θα πω όμως πως ο Καλανταν, η οικογένεια Κωλίν, και η Σαλάν, έγιναν από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες σε βιβλία ever μέσα σε μόλις 1007 πυκνογραμμένες με ψειράκια σελίδες, και μπήκα Αρχηγός στο Words of Radiance, με τεράστια φυσικά ανυπομονησία. Αν τώρα κάποιος ενδιαφέρεται να το διαβάσει ας μου στείλει ένα μήνυμα στο instagram του vasilakosbooks να του πω πως το έκανα, δοκίμασα φέτος για πρώτη χρονιά ένα νέο τρόπο ανάγνωσης, διαβάζω το ξενόγλωσσο και ταυτόχρονα ακούω και το audiobook σε ταχύτητα 1.5 (ξεκίνησα από το 1.2). Και ναι αν η ποιότητα παραγωγής των βιβλίων του Sanderson είναι στο 8, η 7λογία του Dungeon Crawler Carl που επίσης ολοκλήρωσα, νομίζω είναι το χρυσό μου μετάλλιο για το 2025. Ξεκίνησα τον πρώτο τόμο επειδή τον είχε προσφορά ο Μπέζος (ο Τζέφ όχι ο άλλος που βαριέται τους ηλίθιους) εντελώς αδιάφορα για να περνάω κάπως πιο γόνιμα τις ώρες που περπατούσα, είχα δει πως στο audible το βιβλίο κοπανάει, πάτησα που λέτε το play και σε 100 σελίδες μέσα εγκλωβίστηκα στην καλύτερη ιστορία αγάπης και τρόμου που διάβασα ποτέ, ένας άντρας σώζει το γατί της κοπέλας του από μία επίθεση εξωγήινων οι οποίοι επιβάλουν στους κατοίκους της γης να συμμετέχουν σε ένα είδος Hunger Games όπου θα κερδίσει ο καλύτερος, και για να μη σας τα πολυλέω, στην αρχή του πρώτου πατώματος, το γατί αποκτάει φωνή και αρχίζει και μιλάει με τον ιδιοκτήτη του, επίσης παίρνει και κάτι πυραυλάκια στην πλάτη του και κάπου στο τρίτο μέρος καβαλάει και ένα κοκόρι που αποδεικνύεται βελοσοράπτορας (ναι ξέρω, μην τα ρωτάτε), και κάπως έτσι η Princess Donut φέτος τα έκανε όλα στην καρδιά μου πολύχρωμες σερπαντίνες και κομφετί, και διάβασα μέσα σε 8 περίπου μήνες και τα 7 βιβλία που έχει γράψει η τυπάρα ο Matt Dinimman. Kαι ναι, δεν τα συμπεριέλαβα στη λίστα μου, είναι 7, είπαμε αν έχετε διάθεση να φρεσκάρετε τα αγγλικά σας, και θέλετε να ζήσετε και για κάποιο χρονικά σε ένα σύμπαν που η λέξη λογική δεν είναι απλά λογική, ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ ΜΑΣ!

Αλλά αρκετά με το εισαγωγικό κείμενο, πάμε στις λεπτομέρειες που ξέρω ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΣΑΣ ΝΟΙΑΖΟΥΝ #νοτ Σύμφωνα που λέτε με το Goodreads τη χρονιά που μας πέρασε διάβασα 76 βιβλία (ναι, ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΦΕΤΟΣ έπιασα τον στόχο των 60) τα οποία μέτρησε πως είχαν 28.177 σελίδες (!), είμαι που λέτε πολύ ευχαριστημένος.

Επίσης, φέτος άνοιξα κλασσικά τη λίστα, διάβασα φανταστικά βιβλία, δεν ήθελα να μείνει κάποιο παραπονούμενο, δεν ήθελα να μείνει κάποιο πίσω, ξεκινάω λοιπόν σιγά σιγά, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως το περσινό ρεκόρ των 8.000 λέξεων θα σπάσει, και ειδικά φέτος δε σας τάζω, εχθρός του οχτώχιλιάδες, μπορεί να είναι και το δεκαοχτώχιλιάδες.

Διαχρονική Σημείωση Ι, όλες τις λίστες τως περασμένων ετών, τις βρίσκετε εύκολα στα λινκ που ακολουθούν

Η λίστα του 2024 εδώ

Η λίστα του 2022 εδώ

Η λίστα του 2021 εδώ

Η λίστα του 2020 εδώ

Η λίστα του 2019 εδώ

Η λίστα του 2018 εδώ

Η λίστα του 2017 εδώ.

Η λίστα του 2016 εδώ.

Eίστε έτοιμοι???

ΞΕΚΙΝΑΜΕ!

  1. Τροχιές, Samantha Harvey

Σήμερα το πρωί σηκώθηκα από το κρεβάτι μου κάπως στραπατσαρισμένος, περπάτησα μέχρι το μπάνιο, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου, ξυρίστηκα, ντύθηκα και πήγα στη δουλειά μου, πήγε απόγευμα, επέστρεψα στο σπίτι μου, έφαγα, άλλαξα πήγα στο γυμναστήριο, έκανα το περπάτημά μου, επέστρεψα, άναψα το κλιματιστικό, διάβασα το βιβλίο μου και ξαναέπεσα για ύπνο. Και σήμερα, και αύριο, και χτες, η μέρα της Μαρμότας. Πως θα ήταν όμως η ζωή μου, αν το πρωί που ξυπνούσα, δε θα χα να πάω πουθενά, αλλά θα βρισκόμουν παγιδευμένος σε ένα διαστημόπλοιο μαζί με άλλους πέντε συνανθρώπους μου, από πέντε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα, όπου δε θα μας ένωνε τίποτα περισσότερο από την κοινή μας εικόνα του πλανήτη Γη από το διπλανό μας παράθυρο.

Στις βραβευμένες με Booker “’Tροχιές”, οι άνθρωποι δε μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να παρατηρούν. Σε μία σκηνή του βιβλίου, ένας τυφώνας ετοιμάζεται να χτυπήσει ένα ψαροχώρι της ανατολής, και ο αστροναύτης αναρωτιέται τί να κάνει ο φτωχός εκείνος άνθρωπος που τον είχε πρόθυμα και με αγάπη φιλοξενήσει εκεί σε μία καλύβα που ήταν από καιρό έτοιμη να πέσει φτιαγμένη από καλάμια και δεμένη με χόρτα, και γιατί δεν πήρε τότε το τήλέφωνό του ανθρώπου εκείνου ώστε να μπορεί σήμερα να τον ενημερώσει για το τί έρχεται κατά πάνω του, μετά βέβαια θυμάται πως στο ψαροχώρι δεν υπάρχουν τηλεφωνικές γραμμές, και δεν θα είχε καν νόημα να πει τίποτα και σε κανέναν, ότι είναι να γίνει θα γίνει ότι και να γίνει, η φύση θα ακολουθήσει το δρόμο της χωρίς να λογοδοτήσει σε κανέναν, και πως ο ίδιος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κοιτάζει ανήμπορος ένα λευκό σύννεφο το οποίο θα κινείται απειλητικά καταστρέφοντας τα πάντα μέχρις ότου γίνει ατμός. Άραγε δεν είμαστε και εμείς το ίδιο; Αντιδράμε, θυμώνουμε, τα κάνουμε όλα σώπατο, θρύψαλα, και στο τέλος που τα πάντα ξεχνιούνται, γιατί ας μη γελιόμαστε στο πέρασμα του χρόνου όλα ξεχνιούνται, ένα σύννεφο το ίδιο με εκείνο της υπέρτατης καταστροφής καλύπτει τις πράξεις μας, το ίδιο το σύννεφο που αυτή τη φορά έχει το όνομα της λήθης, και όλα περνάνε, και όλα εξαφανίζονται από τη μνήμη μας θυμόμαστε μία κάποια version που μας βολεύει στο να κοιμόμαστε το βράδυ, και ακόμα και αν τίποτα δεν είναι πια το ίδιο, η ζωή απλά συνεχίζεται, μέχρι τον επόμενο μουσώνα, μέχρι τον επόμενο τυφώνα, μέχρι το επόμενο ψιλόβροχο.

Από τα ομορφότερα αναγνώσματα της χρονιάς, ένα βιβλίο στο οποίο δε γίνεται κυριολεκτικά τίποτα, αλλά βουβά γίνονται κυριολεκτικά τα πάντα.
Σημαντικό. Μην το αφήσετε απλά να υπάρχει στο ράφι σας.
Και μη με κάνετε να ρθω να σας χτυπώ τις πόρτες.
Τελειώνετε.

Φανταστείτε για να το έχω τόσο χαμηλά, τί άλλες βιβλιάρες το καπάκωσαν.

 

  1. Το Τούνελ, Ερνέστο Σαμπάτο.

«Νομίζω θα ήταν αρκετό να πω πως είμαι ο Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ο ζωγράφος που αφαίρεσε τη ζωή από τη Μαρία Ιριμπανέο. Φαντάζομαι πως η δίκη βρίσκεται στη συλλογική μνήμη όλων και πως δε χρειάζεται να δώσω περισσότερες εξηγήσεις για το άτομό μου».

Στην πρώτη μόλις του σελίδα, ο Σαμπάτο μας καλωσορίζει σε έναν πρωτόγνωρο εφιάλτη. Μας συστήνει τον «ήρωά» του, έναν παρανοϊκό φονιά, έναν καλλιτέχνη που στο όνομα του έρωτα, θα σκοτώσει μία ανυποψίαστη γυναίκα, που από τη μέρα που τον γνώρισε έκανε ότι μπορούσε για να κρατηθεί μακριά του, το μαθαίνουμε αυτό από την πρώτη σελίδα, το βιβλίο δεν έχει να μας κρύψει κάτι, μας το λέει από την αρχή, θα μας αφηγηθεί ένα παραμύθι από την πλευρά του κακού, ο οποίος δεν θέλει να μας δικαιολογηθεί για κάτι, απλά για κάποιο λόγο που δε μαθαίνουμε ποτέ, νοιώθει την ανάγκη να μας πει το «πως έγιναν τα πράγματα». Όχι πως ενδιαφέρει κανέναν, όχι πως θα υπάρξει κάποιος που θα πάρει το μέρος του, ο ίδιος απλά μετρώντας τις μέρες ανάποδα μέχρι το τέλος του, νοιώθει την ανάγκη να μας πει μία ιστορία που θέλουμε δε θέλουμε θα ακούσουμε.

Ένας έρωτας ακραίος, φλογερός, παράφορος, κάθε βλέμμα κρύβει κάτι, κάθε λέξη είναι το παράθυρο μόνο σε ένα ουρανοξύστη παρανοϊκών θεωριών συνομωσίας, προδοσίας, και συναισθηματικής ταραχής. Το λέει και ο Γκάτσος στην Προσευχή της Παρθένου, «το Γαρ πολύ του Έρωτος γεννά Παραφροσύνη», ε εδώ βλέπουμε την τελική πίστα αυτή που ο μοχθηρός Γορίλας θα συντρίψει την ηρωίδα, αυτή που το κλείσιμό της είναι σημάνει δυστυχώς και το νομοτελειακό για όλους. Για το κορίτσι, για τον φονιά, ακόμα και για τον ίδιο τον αναγνώστη που σε στιγμές θα αναγνωρίσει με τρόμο σημεία στην αφήγηση που ακουμπάνε ακόμα και τον ίδιο.

Από τα βιβλία που σίγουρα δεν μπορείς να συστήσεις εύκολα, ένα κείμενο ξυράφι, που κανείς που θα το τελειώσει, εύκολα θα ξεχάσει.

Και πιστέψτε με, θα θέλει, θα προσπαθήσει να ξεχάσει.

Όλοι μας προσπαθούμε να ξεχάσουμε.

 

  1. Το Αύριο και το Αύριο και το Αύριο, Γκαμπριέλ Ζεβίν.

Δυο νέοι άνθρωποι, ένα προβληματικό αγόρι και ένα προβληματικό κορίτσι, στην τελική όλοι μας προβληματικοί είμαστε ας μη γελιόμαστε, συναντιούνται στην αίθουσα αναψυχής ενός νοσοκομείου που το αγοράκι παίζει μπαμπλμπαμπλ σιωπηλό και κορίτσι έχει έρθει να επισκεφθεί την αδερφή της που κάνει θεραπεία για τον καρκίνο. Το κορίτσι τον χτυπάει στον ώμο και του κάνει μία ερώτηση, αυτός σκεπτικός με τα πολλά της απαντάει και όταν το κορίτσι φεύγει η νοσοκόμα την ενημερώνει πως το αγόρι είχε να μιλήσει πάνω από ένα μήνα, κανείς δεν είχε ακούσει τη φωνή του, το τραύμα (δε σας τα πω όλα διαβάστε και κάνα βιβλίο δηλαδή) ήταν τρομερά ισχυρό για αυτόν, και ω τί ωραία που θα ήταν να μπορούσες να έρθεις και αύριο, δείχνεις να τον βοηθάς πολύ. Το κορίτσι ξαναπηγαίνει, και μία σχέση χτίζεται, η οποία θα κρατήσει χρόνια πολλά, εκατοντάδες πράγματα θα τους ενώσουν και χιλιάδες θα τους χωρίσουν και εκατομμύρια ακόμη θα τους φέρουν ξανά κοντά, πράγμα που ξαναλέω συμβαίνει διαρκώς σε όλους μας, κανείς μας δεν είναι τόσο ξεχωριστός όπως θέλει να νομίζει, όλοι τα ίδια πράγματα ζούμε σε λούπα όπως και όλοι οι άνθρωποι το μόνο που αλλάζει είναι τα πρόσωπα, η ένταση των συναισθημάτων και το φόντο.

Και τα παιδιά γίνονται έφηβοι και ενήλικοι φτιάχνοντας παιχνίδια, και κακά τα ψέματα η μεγάλη ερώτηση που προκύπτει από το βιβλίο είναι τί είναι αυτό που πραγματικά θέλει να καταφέρει ο καθένας από εμάς, τί είναι αυτό που ψάχνεις, η επαγγελματική καταξίωση, η προσωπική αυτοπραγμάτωση, η προσφορά στην ανθρωπότητα, ή μήπως τα λεφτά, το σκάφος παρκαρισμένο στο Ιόνιο, ή μήπως εντελώς υστερόβουλα το κορίτσι που κάθε φορά αποτελεί το αντικείμενο του πόθου, και ακόμα περισσότερο, μέχρι ποιου σημείου είσαι ικανός να φτάσεις για να κάνεις τον σκοπό αυτό πραγματικότητα.

Πολλά έχουν ακουστεί για το βιβλίο, στο εξωτερικό σαρώνει, στην Ελλάδα δείχνει να μη μπορεί να βρει κοινό, λογικό θα πω για πολλούς και διάφορους λόγους, από τις πολιτικές συνθήκες μέχρι και το γεγονός πως η χώρα μας δε διαθέτει κοινό που να έχει ασχοληθεί με το gaming, την pop κουλτούρα βασικά, το Αύριο και το Αύριο και το Αύριο είναι ένας ύμνος τιμής προς τα Σπασικλάκια, που όλοι κοροϊδεύουν και δείχνουν περιπαικτικά με το δάχτυλο, αλλά trust me γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, και τα nerds δε χάνουν, έχουν στο υπόγειο τις κούτες με τους συλλεκτικούς Πίκατσου και τις δερματόδετες εκδόσεις του DnD, είναι οι Dungeon Masters των δικών τους περιπετειών, και προς Θεού, κανείς δε γράφει μία ιστορία που στο τέλος θα του πάρουν το κορίτσι.

Ή μήπως δε γράφει κάτι κανείς μας για το αύριο. Του.

 

  1. Αβέβαιη Δόξα, Joan Sales.

Είναι κάποια βιβλία που ακόμα και πολύς καιρός που θα περάσει μετά από τη στιγμή που θα τα τελειώσεις, δεν έχεις να σχολιάσεις κάτι για αυτά. Όχι επειδή ήταν ασήμαντα, δε σε τράβηξαν σαν αναγνώστη, δε ακούμπησαν κάποια ευαίσθητη χορδή σου οι εικόνες τους, αλλά απλά επειδή ξέρεις καλά πως με εκείνα δεν μπορείς να αναμετρηθείς.

Η Αβέβαιη δόξα του Σαλες, είναι ένας συνταρακτικός όσο και σπαρακτικός ύμνος στην Ελευθερία, γεμάτη από ήρωες που την Ελευθερία αυτή κυριολεκτικά δεν τη χορταίνουν. Πολεμούν και μαλώνουν για αυτή, ερωτεύονται και γράφουν φλογερές επιστολές στο όνομά της, και δημιουργούν στιγμές ιστορικές με τις πράξεις τους, χωρίς να νοιάζονται για το αύριο, σηκώνουν το κεφάλι τους να αντικρύσουν την απέναντι κορυφή όταν οι σφαίρες σφυρίζουν γύρω τους στο πεδίο της μάχης, αντιστέκονται με τις πράξεις και τα λόγια τους όταν οι γκεσταμπίτες και οι ρουφιάνοι τους κρυφοκοιτάζουν κρυμμένοι τα βράδια σε σκοτεινά στενάκια, και είναι ικανοί να δώσουν και τη ζωή τους χωρίς να σκεφτούν το αν αύριο θα είναι νεκροί ή ζωντανοί, η ουσία των πάντων τους είναι μονάχα αυτή η Αιώνια Ελευθερία. Τόσο από τον κατακτητή, όσο και από τον άνθρωπο. Από τον Αναρχικό αλλά κι από τον Δημοκράτη, από κάθε είδους δεσμό με οτιδήποτε μπορεί να σε κάνει να πιστέψεις πως δεν είσαι ελεύθερος αλλά σκλάβος.

Και ποιοι καλύτεροι να ενσαρκώσουν την αιώνια μάχη του καλού με το κακό, από τον Λουίς και τον Σολέράς, το άσπρο και το μαύρο, ο δημοκράτης με τον φασίστα, ο αναρχικός Καταλανός με τον χουντικό Μαδριλένο, και όλα αυτά υπό τη σκέπη της πανταχού παρούσας εκκλησίας που πάντα βρίσκεται με την πλευρά των όποιων νικητών, και φυσικά κάτω από τα άγρυπνα μάτια της Τρίνι, του κοριτσιού που τα πάντα περιστρέφονται γύρω της, όλοι την έχουν διαρκώς στο κέντρο των αναμνήσεων και των ιστοριών τους, μέχρι που στο τέλος τα πάντα ανατρέπονται για να πάρει η κάθε ιστορία το τέλος που της άξιζε, ή και όχι, άλλωστε οι πόλεμοι δε γίνονται για να δικαιώσουν τους στρατιώτες που πολεμάνε σε αυτούς, αλλά για να αποτελέσουν το προκείμενο στο συμβόλαιο που θα μοιράσει στους λίγους τα λάφυρα του πολέμου που πιθανόν καν να μη σχεδίασαν.

Απλά καταφέρνουν διαχρονικά με έναν απίθανο τρόπο να βρίσκονται πάντα στη μεριά εκείνη που της κληρώνεται το χρηματικό τζακποτ. Χωρίς καμία συνείδηση. Χωρίς την παραμικρή ενοχή. Χωρίς ντροπή.

Το εναλλακτικό μου ρήβιου, να ξέρετε είχε απλά ως εξής «καλά τώρα, σοβαρά, ποιός είμαι εγώ που θα μιλήσω για την Αβέβαιη Δόξα».

 

  1. Το Αήττητο Καλοκαίρι της Λιλιάνα, Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα.

6 μήνες περίπου μετά το τέλος του, μπορώ με ειλικρίνεια να σας εκμυστηρευτώ πως ακόμα δεν μπορώ με λέξεις να περιγράψω τα αισθήματα που μου προκάλεσε αυτό το βιβλίο, η Λιλιάνα Γκάρσα κέρδισε σε όλους τους τομείς της ζωής της, έχασε όμως σε έναν, και μάλιστα έχασε συντριπτικά, το βιβλίο είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, είναι χτισμένο πάνω σε μαρτυρίες ανθρώπων που τη γνώρισαν και τη συναναστράφηκαν στα αλήθεια, το τελείωσα και δε μπορούσα να μιλήσω, δεν είχα λέξεις να πω, δεν έχω ξαναδιαβάσει βιβλίο σαν κι αυτό, είναι ένα ανάγνωσμα για ένα φωτεινό κορίτσι που ερωτεύτηκε τον λάθος άνθρωπο σε έναν κόσμο σκοτεινό, σκληρό και αδιάφορο, τί καλά που θα ήταν να ξέραμε όλοι μας από την αρχή ποιος είναι στα αλήθεια αυτός ο Σωστός ο Άνθρωπος που παρέα θα βλέπουμε το Φως..

Δεν έχω λέξεις θα ξαναπώ, διαβάστε το όσο πιο σύντομα μπορείτε να χω κάποιον να μοιραστώ την απόλυτη σιωπή μου.

 

  1. Η Τελειότητα, Βιτσέντζο Λατρόνικο.

Πάμε τώρα μία μικρή ιστορία. Όταν τελείωσα τον πολυδιαφημισμένο Booker shortlonglisted Λατρόνικο, ήμουν πολύ χαρούμενος, είχα πιάσει στα χέρια μου ένα βιβλίο που δε με δυσκόλεψε καθόλου, ένα βιβλίο που είχε τρομερό ρυθμό, και φυσικά ένα βιβλίο που αναγνώριζα από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σελίδα κομμάτια του εαυτού μου. Μάλιστα μου έστειλε και ένα μήνυμα η Ελευθερία που μου επισήμανε, πως έπεσε από τα σύννεφα από τα 4 αστεράκια μου στο goodreads μιας και δεν περίμενε με τίποτα πως θα μου άρεσε. Και κάπου εδώ ξεκινάει η βασική πλοκή. Για κάποιους μήνες πριν τελειώσω την Τελειότητα, είχα σταματήσει να γράφω κριτικές στο vasilakosbooks, αποφάσισα να αφήνω αρκετό χρόνο να περνάει από τη στιγμή που θα τελειώνω τα βιβλία μου, και μάλιστα έχω διαγράψει post για αρκετά από αυτά που δεν μπορούσα να βρω τι να γράψω, ένα μάλιστα από αυτά είχα ξεχάσει καν και πως το είχα διαβάσει. Άτιμο πράμα τα post στο instagram, και επειδή το βασικό δίπολο μουάρεσεδεμουάρεσε είναι το βασικό μου πρόβλημα το 2025, είπα να κάνω λίγο πίσω. Όταν όμως ήρθε η σειρά της Τελειότητας του φίλου Βιτσέντσο, μόνο τέλεια δεν τη βρήκα. Και προς Θωρ, αυτό δεν είναι κακό, κανείς μας δεν είναι τέλειος, μακάρι να υπήρχε και Οzempic για τους χαρακτήρες, να μην είμαστε χοντρομαλάκες, το λίγο δεν ενοχλεί, εντάξει, ναι στην απόλυτη Ματαιότητα όλοι μας, και αναζήτηση της καλύτερης μακαρονάδας, της ομορφότερης λάμπας του ικέα, της μία φωτογραφίας που θα τραβήξεις πρώτος και θα σου κάνει λάηκ το όποιο φλερτ σου ήκαιόχι, αλλά προσωπικά εντόπισα κάτι που δεν μπορούσα ποτέ να κάνω πως δεν είδα.

Ολόκληρο το λεκτικό οικοδόμημα είναι (ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ Ε?) ένα τρυκ. Δεν είναι ένα κλασσικό βιβλίο με κείμενο με αρχή μέση και τέλος. Δεν είναι γραμμένο για να συγκινήσει. Είναι γραμμένο για να «κλέψει» τον αναγνώστη, να τον κοροϊδέψει, όλοι που το διαβάζουν βλέπουν μέσα τον εαυτό τους, και το τελειώνουν για να δουν το happy end ΤΟΥΣ, εκμεταλλευόμενο την οικειότητα όλων μας με παρόμοια «μπουλετάκια». Το κείμενο δηλαδή δεν είναι ενιαίο, είναι ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ από τέλεια φιλτραρισμένα Instagram posts που συνοδεύουν φωτογραφίες της καθημερινότητας του ζευγαριού.

Οι νέοι φίλοι, τα νέα εστιατόρια, οι ατέλειωτες εκθέσεις ζωγραφικής, τα σεξκλαμπς, οι εκδρομές στην πατρίδα, το νέο γλαστράκι, το νέο οτιδήποτε, μία σειρά από ποστάκια σαν αυτά που διαβάζουμε σε ψευδολόγια προφίλ όπως το δικό μου, που στο τέλος της μέρας είναι η απόλυτη δικαιολογία για να μην κάνουμε στη ζωή μας τίποτε το σημαντικό, να μη ζήσουμε τίποτα αποκλειστικά δικό μας, να ζούμε τα πάντα σα να βρισκόμαστε σε ένα απόλυτο αισθηματικό και συναισθηματικό meltdown χορεύοντας μονάχοι μπροστά σε κάμερες, σηκώνοντας βαράκια σε γυμναστήρια, και δοκιμάζοντας σουβλακόπιτες, λες και είμαστε η Εμράτα της Γυρόπιτας, που τουλάχιστον αυτή το κάνει και πληρώνεται, δεν ντοπαμινιάζεται απλά με τα ανούσια στιγμιαία ενστικτώδη λαηκ.

Θα μου πεις ίσως αυτό να αξίζει για το αστεράκι της Τελει(Ματ)ότητας που τελικά αφαίρεσα και την άφησα στα 3.

Παρά το γεγονός όμως πως έχω αυτή την άποψη για το βιβλίο, δε μπορώ να μην το βάλω στη λίστα μου, άσχετα με το αν «μου άρεσε», σίγουρα απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί το μυαλό μου, έχει σταθεί η αφορμή για αρκετές πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις, σίγουρα το προτείνω σε όλους, αυτό που ήθελε να πετύχει, το πέτυχε και με το παραπάνω και μπράβο του.

 

  1. Το Παιδί, Φερνάντο Αραμπούρου.

Λοιπόν. Δεν ξέρω τί να γράψω για «το Παιδί» θα πω όμως μία κουβέντα για τον Αρουμπαρένα. Είχα διαβάσει δύο βιβλία του, την Πατρίδα, και τα Πετροχελίδονα τα είχα μισά, δεν τα τελείωσα όχι επειδή έφταιγε αυτός, είμαι χαμένη υπόθεση, διαβάζω 10 βιβλία ταυτόχρονα, καπακώνουν το ένα το άλλο και ξεχνιέμαι δε φταίω, αλλά μόλις «το Παιδί» του έπεσε στα χέρια μου, στο οποίο η πρώτη μου παρατήρηση είναι «Για όνομα της Παλλάδας, πόσο άσκημο εξώφυλλο» αποφάσισα κυριολεκτικά λόγω μεγέθους πως θα το «ξεπέταγα» μέσα στο σαββατοκύριακο.

Και τελικά με Ξεπέταξε αυτό.

Ολοκληρωτικά.

Στα αλήθεια το λέω, με διέλυσε. Αν έχετε παιδιά μην το διαβάσετε. Αν δεν έχετε πάλι μην το διαβάσετε. Αν οι γονείς σας είναι υγιείς και η σχέση σας μαζί τους τέλεια, μην το διαβάσετε. Αν οι γονείς σας περνάνε δύσκολα, και η σχέση σας είναι τρικυμιώδης μην το διαβάσετε. Αν αγαπάτε το σύντροφό σας μην το διαβάσετε. Αν δεν τον αγαπάτε μην το διαβάσετε. Εγώ ξερωγω, όλα αυτά δεν τα γνώριζα από πριν και το διάβασα. Και συνειδητοποίησα πως για τον Αραμπούρου, είμαι σα σκηνή από το Matrix, εκεί προς το τέλος που ο Neo διαβάζει πέρα από τον πράσινα γραμματάκια που πλημμυρίζουν σαν καταρράκτες το παρόν του, και από εκεί και πέρα δεν έχει να κάνει τίποτα, τον ξέρει τον κώδικα, ότι και να γίνει, ξέρει τι πρέπει να κάνει για να με συνθλίψει συναισθηματικά. Ο συγκεκριμένος συγγραφέας λοιπόν, το παραδέχομαι, μου έχει πάρει τα μέτρα. Και ότι και αν γράψει, για μένα για κάποιον λόγο ανεξήγητο που πρέπει να γράψω ολόκληρο κείμενο γι αυτό, θα είναι για μένα Κορυφή.

Με έσπασε, με ρήμαξε, στη σελίδα 60 παραλίγο να μπήξω τα κλάματα, παιδιά να είμαστε σοβαροί, μιλάμε για τη σελίδα 60, δεν είχα καλά καλά γνωρίσει όλους τους βασικούς ήρωες, οπότε αν θέλετε να νοιώσετε σαν τελειωμένο παζλ χιλίων κομματιών που πέφτει από τον δεύτερο όροφο πολυκατοικίας στον Μασταμπά και σκορπίζει στην πυλωτή, be my guest.

 

  1. Το όνομά μου είναι Εστέλα, Αlia Trabuco Zeran.

Το όνομά μου είναι Βασιλάκοσμπουξ με ακούτε? Είπα: Βα-σί-λα-κος Μπουξ.
Δεν ξέρω αν με ηχογραφείτε ή αν κρατάτε σημειώσεις, ή αν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας από την άλλη πλευρά, αλλά εάν με ακούτε, εάν είστε εκεί, θέλω να σας κάνω μία πρόταση: Θα σας πω μία ιστορία για ένα βιβλίο και όταν φτάσω στο τέλος, όταν σιωπήσω, θα μου επιτρέψετε να βγώ από εδώ.
Λοιπόν? Τίποτε?
Θα εκλάβω τη σιωπή σας ως ναι.
Αυτή η ιστορία έχει διαφορετικές αφετηρίες. Θα τολμούσα ακόμη να πω ότι είναι φτιαγμένη από αφετηρίες. Αλλά πείτε μου, εσείς, τί είναι μία αφετηρία? Εξηγείστε μου για παράδειγμα, πως γίνεται μία αφήγηση μίας δολοφονίας, όπου ο εγκληματίας από την αρχή να μας ομολογεί την ενοχή του, να μπορεί μέσα από ένα λαβύρινθο εικόνων, να μας κρατάει εγκλωβισμένους σε ένα σκηνικό το οποίο τσεκουρώνει κάθε ομορφιά που έχει κανείς μέσα του. Εξηγείστε μου πως ένα κορίτσι, μπορεί σε 200 σελίδες μέσα να σε μαγνητίσει με μία αφήγηση στην οποία το φως σπανίζει, και η οποία κυλιέται στη λάσπη και στη δυστυχία. Εξηγείστε μου επίσης εσείς, αν μονάχα εγώ από τη στιγμή που διάβασα την πρώτη σελίδα, κόλλησε το μυαλό μου σε δύο μονάχα λέξεις, τις οποίες δε θα σας τις πω, γιατί ο πρώτος κανόνας αυτού που σκέφτομαι μου απαγορεύει να μιλάω γι αυτό, διότι αν σας τις πω, θα σας χαλάσω ολόκληρο το plot, και το σωστό σε ένα τέτοιο βιβλίο θα ήταν να μην ξέρετε τίποτα και κανέναν, αλλά σας μικρά τυράκια θα σας πω μονάχα πως γράφοντας αυτή την «Ομολογία Ανάγνωσης Αριστουργήματος» άκουγα σε λούπα Pixies.

Γιατί βασικά, και όπως πολύ απλά μας το εξήγησε η εΣτελίτσα
“Τίποτα δεν είναι όσο απλό φαίνεται».

Διαμάντι γκουτενμπεργιακό από τα λίγα. Μου θύμισε σε σημεία του το Τούνελ του Σαμπάτο, το μόνο σίγουρο είναι πως αν το είχα διαβάσει πιο νωρίς μέσα στη χρονιά, σίγουρα θα είχε μπει δεκάδα.

ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΔΑ.

 

  1. Πανόραμα, Lilia Hassaine.

Στο Παρίσι του κοντινού μέλλοντος, ο κόσμος κατεβάζει την κυβέρνηση και παίρνει την κατάσταση στα χέρια του με ένα πολύ απλό νόμο. Τα σπίτια δε θα έχουν πια τοίχους από μπλόκα και τσιμέντο, τα πάντα θα είναι από γυαλί, κανείς δε θα μπορεί να κλείνεται στους τέσσερις τοίχους της εστίας του και να κάνει ότι του καπνίσει, η ιδιωτικότητα καταργείται και τα πάντα πλέον είναι Διάφανα. Και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Και ξέρετε και κάτι? Το μέτρο πιάνει, οι φυλακές αδειάζουν, κανείς δεν κουνιέται πια ρούπι, κομμένα τα gamato.org και η πειρατική CosmoteTV, το έγκλημα κατακρημνίζεται, επίσης πολύ σημαντικό, βιβλία δεν υπάρχουν μονάχα περιλήψεις σε ebooks που οποιοδήποτε «παραβατικό» περιεχόμενο αυτοστιγμεί διαγράφεται, το μόνο μέρος που μπορεί κάποιος να κρυφτεί είναι όταν κάνει τρυφερό έρωτα με το ταίρι του, όπου μπαίνουν σε μία τρύπα που υπάρχει στο κρεβάτι και όταν η πράξη ολοκληρωθεί ανεβαίνουν ξανά στην επιφάνεια. Α, δε σας είπα, υπάρχουν φυσικά και αυτοί που έχουν απαρνηθεί το μέτρο, οι επαναστάτες, που ζουν σαν παρίες σε κλειστούς οικισμούς και όλοι οι άλλοι οι «Διάφανοι» και οι «Διαφανείς» αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Όλα λοιπόν πηγαίνουν όπως ο Τσιτσιπάς προχτές στην Εθνική Οδό που τον έγραψαν ενώ εκείνος ήταν στο Dubai και το αμάξι του το οδηγούσε η Γιαδικιάρογλου ξερωγω, μέχρι τη στιγμή που στο χωριό των επιφανών και των πλουσίων, μία οικογένεια κυριολεκτικά εξαφανίζεται μέσα σε ένα βράδυ. Και από εκεί και πέρα, όλοι ψάχνουν να βρουν τί χάθηκε κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη τους, σε ένα σπίτι που όλοι είχαν στο οπτικό τους πεδίο 24 ώρες το 24ωρο.

Ξεκάθαρα ένα από τα πιο πρωτότυπα σε σύλληψη βιβλία, το αγόρασα για το εξώφυλλό του αλλά αν και είναι πάγια αρχή μου να μη διαβάζω οπισθόφυλλα, όπως και στο «Βιβλίο της Εξαφάνισης» το ξεκίνησα την ίδια μέρα που το έπιασα στα χέρια μου και το τελείωσα μέσα σε δύο βράδια. Είναι αλήθεια αξιοθαύμαστο το πως μέσα σε έναν τρομερά ανταγωνιστικό συγγραφικό κόσμο, όπου χιλιάδες μυαλά καθημερινά κυκλοφορούν εκατοντάδες βιβλία με τη δικιά τους εικόνα του κόσμου, έρχεται ένα κορίτσι από τη Γαλλία μόλις 34 χρονών και μας τρίβει την ατόφια αλήθεια της στα σονσόν μουτσούνια μας, παράλληλα με τα μούτρα μας στο δάπεδο.

Και το καλύτερο από όλα? Η Διαφάνεια των τοίχων και των Πάντων, δεν είναι ένα τρυκ που το μεταχειρίζεται βιαστικά για να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη, αλλά έχει συναρπαστική αρχή, στιβαρή μέση για να καταλήξει σε ένα από τα καλύτερα endings που έχω διαβάσει ποτέ!

Ναι δίχως καμία δόση υπερβολής, το «Πανόραμα» είναι ένα από τα δέκα καλύτερα βιβλία που διάβασα μέσα στο 2025 και σίγουρα αν το είχε διαβάσει στην αρχή της χρονιάς θα ήταν και αυτό πολύ ψηλότερα στη λίστα μου αν και όλα τα βιβλία της δεκάδας μου θα μπορούσαν να ήταν πολύ παραπάνω.

Αλλά είπαμε, in the end, there can be only one!

 

  1. Ορκισμένη, Rene Karabash.

Αντί αναλυτικής κριτικής για την Ορκισμένη θα γράψω μονάχα αυτό. Ξεκίνησα να το διαβάζω στα καλοκαιρινά μου reading marathons στην παραλία του πενίνσουλα, μία Κυριακή πρωί φυλλομέτρησα την πρώτη του σελίδα, και μετά το ένα έφερε άλλο και δύο ώρες μετά το τελείωσα με την αίσθηση εκείνη που μόνο όσοι έχουν διαβάσει ένα καλό βιβλίο και δεν έχουν με ποιόν να το μοιραστούν έχουν, και λίγο μετά έπιασα με την άκρη του ματιού μου τη φίλη μου τη Μαριλένα και σηκώθηκα βουρκωμένος πήγα προς το μέρος της και της είπα «σταμάτα αυτό που διαβάζεις και πιάσε τώρα αυτό εδώ, στο χαρίζω».

Και μπορεί να μην την είδα από τότε να τη ρωτήσω αν της άρεσε, είναι όμως κάποια βιβλία που δε γίνεται να μη σου αρέσουν, δε γίνεται να τα πιάσεις στα χέρια σου και να μη σπαράξει το είναι σου με το άτιμο το Κανούν και τη ρουφιάνα τη μοίρα ορισμένων άτυχων πραγματικά ανθρώπων, σε κάθε περίπτωση, θα σας πρότεινα να το βάλετε στο καλεντάρι σας άμεσα και να το διαβάσετε, είναι ένα βιβλίο που στο ένα χέρι κρατάει δικράνι και στο άλλο ένα πακέτο zewasoft σαν εκείνο που κρατούσες το βράδυ που χώρισες τον άνθρωπο εκείνο που για σένα ήταν τα πάντα, που κι αν ήταν κι αν δεν ήταν ποιόσποτέθαμαστοπεί, το ξερίζωμα αυτό δεν το ξεχνάς ποτέ.

Έτσι και την Ορκισμένη.

Και να θες, που δε θες, αυτή θα παραμείνει διαχρονικά στο αναγνωστικό σου προσκέφαλο.

 

  1. Καθεδρικοί, Κλαούδια Πινέιρο.

Οι Καθεδρικοί της Κλαούδια Πινέιρο έφτασε στα χέρια μου μετά από τις διθυραμβικές κριτικές του βιβλιοπώλη της καρδιάς μας, ο οποίος πέρσι που έβγαλα τη λίστα με τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς, μου έστειλε μήνυμα που έλεγε «κατάλαβα πως δεν διάβασες τους καθεδρικούς μέσα στο 2024 επειδή έλειπε από τη δεκάδα σου» οπότε το έπιασα πρώτο βιβλίο στο 2025, και φυσικά το αγάπησα βαθιά για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.

Η βασική του αφήγηση περιστρέφεται γύρω από τη ζωή και το χαμό της Άννα Σαρδά, η οποία βρίσκεται ένα πρωινό καμένη και αποκεφαλισμένη έξω από την εκκλησία της γειτονιάς τους με κάθε κεφάλαιο του βιβλίου να είναι και η οπτική ενός εκ των εμπλεκομένων στην υπόθεση, όλοι τους μέλη της οικογένειας, και παράλληλα με αυτές του αστυνομικού που είχε αναλάβει την υπόθεση αλλά και ενός ιερέα. Και εκεί κρύβεται για μένα η μαγεία της συγγραφής, αυτό το μικρό μυστικό συστατικό δηλαδή που κάνει την ανάγνωση ενός κειμένου, να πιάνει τον αναγνώστη από το λαιμό και να τον κάνει ένα με τις λέξεις. Ενώ στο κέντρο του βιβλίου βρίσκεται ένα άτυχο κορίτσι που κατακρεουργήθηκε, ένα «απλό περιστατικό» από αυτά που να ναι καλά τα δελτία ειδήσεων, είναι καθημερινά πλημμυρισμένα και εμείς ως θεατές, έχουμε πανιάσει από τις αλλεπάλληλες γυναικοκτονίες, από τις πρώτες κιόλας σελίδες του κειμένου, κανείς δεν ψάχνει να βρει το δολοφόνο, η αφήγηση υπεισέρχεται σε πιο ουσιαστικά θέματα, τι κι αν το κανε ο παππάς, τι κι αν το κανε ο ταχυδρόμος, η ουσία είναι πως αντιμετωπίζει κάποιος το χαμό ενός αγαπημένου του προσώπου, πως κάνει ειρήνη με αυτό, και στο τέλος πως συνεχίζει τη ζωή του. Γιατί από κάποιο σημείο και μετά, τίποτα στα αλήθεια δεν έχει νόημα, μπροστά στον απύθμενο πόνο της αξιολάτρευτης φιγούρας του λατρεμένου μπαμπά, όλοι αντιλαμβάνονται την ιδιαίτερη στάση της Λίας και όλοι με τον Α ή τον Β τρόπο μπορούν να αντιληφθούν τα κίνητρα των υπόλοιπων πρωταγωνιστών, όλοι τους ψυχογραφημένοι και αναλυμένοι με ασύλληπτη ακρίβεια και φροντίδα, στο τέλος όλοι ξέρουν, στις τελευταίες 30 σελίδες, όλοι, και οι ήρωες και οι αναγνώστες, βρίσκουν από κάπου να πιαστούν, λυτρώνονται και συνεχίζουν στο επόμενο.

Γιατί πρέπει να σηκωθείς. Γιατί πρέπει όταν βάλεις μπροστά το δεξί, την αμέσως επόμενη στιγμή να βάλεις μπροστά και το αριστερό.

Και ξανά από την αρχή.

Στην ατελεύτητη λούπα της Ζωής.

 

  1. Ο Δρόμος, Cormac McCarthy.

Σε έναν κόσμο ρημαγμένο από μία άγνωστη πυρκαγιά, δύο άνθρωποι χωρίς όνομα, περπατάνε δίχως τέλος για να βρουν κανείς δεν ξέρει τι. Γιατί αλήθεια, όταν ολόκληρος ο κόσμος έχει ολοκληρωτικά καταστραφεί, τί μπορεί να ψάχνεις και να αναζητάς, όταν ξέρεις πως το νερό είναι παντού βρώμικο και μολυσμένο, το φαγητό έχει εξαφανιστεί από παντού μιας και δεν υπάρχουν πια ζώα και σπαρτά, τί είναι αυτό το οποίο μπορεί να κυνηγάς, για πού μπορεί να κατευθύνεσαι, τί μπορεί να προσμένεις και να προσδοκάς, και βασικά όταν είσαι πατέρας και το παιδί σου βρίσκεται δίπλα σου σε ένα τέτοιο Λαβκραφτιανό σύμπαν, όταν λοιπόν αυτό το Παιδί σε κοιτάει με αγωνία στα μάτια, αυτό είναι και το όνομα του στο βιβλίο, τί του λες, πως το προστατεύεις και κυρίως τί είναι αυτό το οποίο ψάχνεις να ανακαλύψεις που κανείς δεν ξέρει πως υπάρχει για να του κάνεις τη ζωή του ευκολότερη, ή έστω απλά για να το κρατήσεις στη Ζωή.

Για τον Κόρμακ Μακάρθι έχω ξαναγράψει, ο Ματωμένος Μεσημβρινός του που μόλις πέρσι επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg καρφώθηκε εν μια νυκτί στη λίστα με τα 10 καλύτερα βιβλία που έχω ποτέ διαβάσει, και «ο Δρόμος» του δε θα μπορούσε να μην ξεχειλίζει με λέξεις, προτάσεις και εικόνες μαεστρικά διαλεγμένες και αποτυπωμένες στο χαρτί, είναι πραγματικά συγκλονιστικός ο τρόπος που γράφει, δεν τον συναντάς εύκολα πουθενά πιά, συγγραφείς σαν και αυτόν μοιάζουν κυριολεκτικά να έχουν εκλείψει και ειλικρινά ώρες και στιγμές σκέφτομαι πως ένας αναγνώστης που πιάνει για πρώτη φορά ένα κείμενό του μπορεί να το διαβάσει χωρίς να νοιώσει μέσα του να εκρήγνυται ένας δυναμίτης που του καταβαραθρώνει την αναγνωστική ύπαρξη. Σκληροτράχηλοι χαρακτήρες, σπαρακτικές εικόνες, και κόσμοι πλημμυρισμένοι με εφιαλτικούς χαρακτήρες ανθρώπινων όντων που ενδιαφέρονται για ένα μονάχα πράγμα, την επιβίωσή ΤΟΥΣ αγνοώντας την ύπαρξη όλων των υπολοίπων. Στόχος είναι το επόμενο βήμα, το επόμενο γεύμα, η νέα μέρα που ονομαστικά (για όσους μετράνε ακόμα) και μόνο θα ξημερώσει.

Ο κόσμος είναι ΤΟΣΟ τυχερός που ο Κόρμακ αποφάσισε με συνέπεια να μας χαρίσει τους πολύχρωμους απόκοσμους κόσμους του μυαλού του, και διαγαλαξιακό highfive φίλε εκεί που βρίσκεσαι, και να το διαβάσετε, είναι σπουδαία λογοτεχνία, και εγώ απλά γράφω λέξεις, απλές όμως, ασήμαντες, Ακορμακμακάρθιστες ενα πράμα κάτι ως αντίστροφος φόρος τιμής, ελπίζω να με καταλαβαίνετε.

Ή και όχι.

Στο τέλος της μέρας δεν έχει σημασία. Αρκεί και μόνο να έχετε ανάψει τη φωτιά για να κρατηθείτε ζεστοί.

 

  1. O Απατεώνας, Χαβιέρ Θερκάς.

Ο Ενρίκε Μάρκο έχει επιβιώσει από τη Ναζιστική Θηριωδία. Υπήρξε αναρχικός και κρατούμενος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία και επέζησε για να διηγηθεί τη φρικιαστική ιστορία, ένας από τους πολλούς που ύψωσαν θαρραλέα τη φωνή τους ενάντια στον κατακτητή αλλά και στον Φράνκο, ένας από τους λίγους που τα κατάφεραν και κρατήθηκαν στη ζωή, είναι πρόεδρος του μεγαλύτερου οργανισμού Ισπανών επιζώντων και την ερχόμενη παρασκευή θα εκφωνήσει λόγο στην Ισπανική Βουλή παρόντος του Θαπατέρο. Λίγες μέρες πριν λαμβάνει ένα σημείωμα στο σπίτι του. Το σημείωμα γράφει. «Μην τολμήσεις και ανέβεις στο βάθρο να μιλήσεις, τα ξέρω όλα. Απατεώνα».

Εννοείται και δεν γνώριζα το παραμικρό για την Αληθινή Ιστορία που συντάραξε πριν καμία 20αριά χρόνια την Ισπανία, ο Μάρκο κατάφερε για κοντά 60 χρόνια και έζησε μία ζωή στα όρια του μύθου, όπου όλοι του συμπεριφέρονταν σα να είναι ένας πραγματικός ήρωας όμως ο ίδιος δεν έζησε το παραμικρό από όσα για χρόνια είχε πείσει τους άλλους αλλά και τον εαυτό του πως είχε ζήσει. Και χωρίς να σας δώσω spoiler για τα ασύλληπτα ψέματα που είπε θα μεταφέρω το φακό του ενδιαφέροντος μου στον συγγραφέα. Δεν είχα ξαναδιαβάζει κείμενο του Θερκάς, αλλά νομίζω πως είχα πάνω από 10 χρόνια να νοιώσω ταραχή διαβάζοντας επιτέλους λέξεις που τις χαρακτηρίζει ιδιαίτερο προσωπικό στυλ! Είχα από τον Καμπρέ και την Μπάγηατ να αισθανθώ πως αυτή η ιστορία έχει δουλευτεί σε ένα ξεχωριστό εργοστάσιο ιστοριών, σαν εκείνα της Apple που πριν μπεις παραδίδεις στην είσοδο τα προσωπικά σου αντικείμενα, και δεν έχεις δικαίωμα καν να πεις μία ιστορία από όσα έζησες μέσα σε αυτό. Όλο του το αφηγηματικό στυλ είναι ειλικρινά τόσο θελκτικό στον αναγνώστη, που ενώ διαβάζεις μία ιστορία που από την πρώτη της σελίδα του λέει ακριβώς το τί έχει συμβεί και δεν έχεις να περιμένεις μία μεγάλη ανατροπή, τελειώνεις μετά από μέρες το κείμενο σα να μην κατάλαβες πως γυρνούσαν οι σελίδες η μία πίσω από την άλλη, χωρίς στιγμή να κουραστείς, χωρίς στιγμή να πλήξεις. Με μία ερώτηση που από τη στιγμή που αποτυπώθηκε στο μυαλό μου δεν έσβησε ποτέ. «Πόσο κακό έκανε τελικά ένας άνθρωπος που μιλούσε 50 και πλέον χρόνια δημόσια ενάντια στη Ναζιστική Θηριωδία, χωρίς όμως να υπήρξε στιγμή θύμα της».

Το είχα ξεκινήσει πριν καμία 5ετία όταν και έπεσε στα χέρια μου, για κάποιο ακατανόητο λόγο το είχα σταματήσει στη σελίδα 50 (να καταλάβετε είχα δυο σταμπιλιασμένες σελίδες που το κιτρινάκι είχε ξεφτίσει) και το ολοκλήρωσα θριαμβευτικά σε χρόνο ρεκόρ.

Ακόμα και αν δεν το έβαζα στα καλύτερα βιβλία του 2025, θα πω ένα πράγμα, διαβάστε Θερκάς, οτιδήποτε από Θερκάς και θα μπείτε στο νόημα αμέσως.

 

  1. Μεφίστο, Klaus Mann.

Στα αλήθεια όμως, όχι θεωρίες του καφενείου. Με ειλικρίνεια και θάρρος. Σου δίνουν μία βαλίτσα με 10.000ευρώ και σου ζητάνε να πατήσεις ένα κουμπί. Στην άλλη άκρη της Γης, ένας άνθρωπος θα πεθάνει. Το πατάς το κουμπί? Όχι, μάλιστα. Τα 10 χιλιάρικα γίνονται 100.000€. Το πατάς? Πάλι μπράβο. Είπαμε, δε θα το μάθει κανείς, δεν τον ξέρεις αυτόν τον άνθρωπο, και χτες βράδυ μάλιστα κλώτσησε και ένα σκυλάκι. Ακόμα όχι ε? Ωραία. Να το στρογγυλέψουμε λοιπόν. 1.000.000ευρώ για να πατήσεις το κουμπί. Πάλι όχι ε, αυτή τη φορά όμως κόμπιασες λιγάκι, σου πήρε 5 δευτερόλεπτα να αντιδράσεις.

Τί θα έλεγες τώρα να τα κάναμε 100 τα εκατομμύρια για να μην το κουράζουμε.

Ε? Θα το πατήσεις το κουμπί?

Δε θα γράψω κάτι άλλο για ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που διάβασα φέτος αν και θα του άξιζαν όλες οι λέξεις του κόσμου.

Θα αφήσω την τύχη της μνήμης του Μεφίστο στα χέρια σας.

Διαβάστε το.

Και πείτε μου μετά εσείς.

Ποιος είναι ο Άνθρωπος, ποιος το Βδέλυγμα, και ποιος ο εαυτός μας στον Καθρέφτη.

 

  1. Ο Βασιλιάς, Στσέπαν Τβάρντοχ.

Ο δημοσιογράφος της Κούριερ της Βαρσοβίας, είχε υπογραμμίσει επιμελώς πως η γυναίκα που πήδηξε το προηγούμενο βράδυ από την Γέφυρα της πρωτεύουσας της Πολωνίας, ήταν ντυμένη μέτρια.
Έτσι ακριβώς.
Μέτρια.
Θα μπορούσε να ήταν ντυμένη καλά, θα μπορούσε να ήταν ντυμένη φτωχικά, θα μπορούσε να ήταν ντυμένη μέτρια.
Ούτε καλά ούτε φτωχικά.
Μέτρια.
Και ακριβώς αυτό το «μέτρια» ήταν μάλλον το σημαντικό στην απόπειρα αυτοκτονίας της. Πήδηξε στον Βιστούλα μέτρια ντυμένη.
Επομένως μπορεί να ήταν η γυναίκα του μαγαζάτορα, ή μία υπηρέτρια που πήγαινε τα ρούχα στην καλή της την κυρία, ή η σύζυγος κάποιου ταπεινού υπαλλήλου. Ή μπορεί να ήταν και η ίδια μία ταπεινή υπάλληλος.
Ωστόσο ήταν ακριβώς έτσι όταν πήδηξε στον Βιστούλα.
Μέτρια ντυμένη.

Αντί κριτικής, αυτό το φανταστικό απόσπασμα, από ένα εξίσου φανταστικό, αλλά και φανταστικά δύσκολο βιβλίο που αναφέρεται στη ασύλληπτη δυστροπία του να πρέπει διαχρονικά να σε αναγκάζει η ίδια η ζωή να υπάρχεις ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους.

5 αστεράκια, διαβάστε το ξεχωριστό αυτό κείμενο, ώστε να γυρίσουν και εσάς τα μέσα έξω σας, αξίζει, και ένα ακόμη έξτρα αστεράκι στη φίλη μου τη Ναταλία που έκανε αυτή τη φανταστική αλλά και πολύ δύσκολη μετάφραση.

 

  1. Παρακαταθήκη, Hernan Diaz.

Ειναι κάποια βιβλία για τα οποία δυστυχώς δε μπορείς να μιλήσεις σε κανένα, παρά μόνο με αυτούς που τα έχουν διαβάσει, κάτι σαν το Fight Club.

Οπότε ως μοναδικό μου σχόλιο για αυτο το ασύλληπτο κείμενο θα πω, πούλιτζερ, μπούκερ, όσκαρ, γκράμι, έμμι, 3 αστέρια μισελεν, 2 χρυσοί σκουφοι, ένα βραβείο Αρίων, ότι είναι ξερωγώ.

Η μάλλον άλλαξα άποψη. Η παρακαταθήκη ήταν για μένα το βιβλίο που από την αρχή της χρονιάς που το διάβασα, είχα αποφασίσει πως θα είναι στον Άσσο μου για το 2025, ο Ντίαζ είναι ένας απίστευτος γραφιάς που για μένα έκανε την υπέρβαση της χρονιάς, πιάνεις σαν αναγνώστης ακόμα ένα βιβλίο στα χέρια σου, ο κανόνας λέει θέλεις 100 σελίδες για να καταλάβεις αν κάτι σου αρέσει ή όχι, σίγουρα θες 100 για να γνωρίσεις τους χαρακτήρες, έλα που εσύ αυτό το καταλαβαίνεις από τη σελίδα 30, ναι αυτό θα είναι καλό, αυτά μου αρέσει να διαβάζω, και οι σελίδες προχωράνε και οι ιστορίες τέμνονται, και κάπου εκεί στη σελίδα 200.

Αχ αυτή η σελίδα 200, που να μην είναι και η 200, αλλά κάπου εκεί στη μέση, έρχεται ο μπάτλερ, στο παίρνει από τα χέρια και σου λέει «κύριε, ποιος σας είπε πως αυτό το βιβλίο είναι για εσάς, ποιος σας έκανε την τιμή και το έβαλε στα χέρια σας, συνεχίστε ότι κάνετε και ξεχάστε όλα όσα διαβάσατε μέχρι τώρα» αλλά οι μέρες περνάνε, και εσύ όχι μόνο δεν ξεχνάς, αλλά μπαίνεις όλο και πιο μέσα στη Νέα Υόρκη του 1920 όπου ποτέ δε γνώρισες, αλλά κλείνοντάς στο μετά την τελευταία του λέξη, έχεις την αίσθηση πως ζούσες εκεί ολόκληρή σου τη ζωή.

Ένα πραγματικό Αριστούργημα, ένας συγγραφικός Θρίαμβος.

Και ναι, αν σημαίνει κάτι, το αγαπημένο βιβλίο της φίλης μου της Ντουαλίπας.

Τί, ακόμα να το ξεκινήσετε? Αργείτε και δεν πρέπει.

 

  1. H χρονιά που μιλήσαμε με τη θάλασσα, Αndres Montero.

Συνεχίζοντας το εντυπωσιακό μην πω θριαμβευτικό κλείσιμο που είχε το 2025 δε μπορώ να μη μιλήσω για αυτό το μικρό αριστούργημα που όπως είπε τη μέρα που το καταχώνιασε στην τσάντα μου ο Αλέξανδρος από τον Πολύγραφο, «αυτό είναι για σένα, γράφει το όνομά σου, μην το συζητάς, μυρίζει». Εγώ όταν το λέει αυτό, πάντα πηγαίνει το μυαλό μου σε ένα εορταστικό επεισόδιο των Απαράδεκτων από την πρωτοχρονιά του 1999 όπου σε ένα πάρτι έρχεται ένας τύπος και την πέφτει στη Δήμητρα λέγοντάς της «όποιος γυρίζει, μυρίζει» αναφερόμενος στο ότι κανείς δε θα μπορούσε να προσπεράσει την ομορφιά της, για να του απαντήσει εκείνη με τη σειρά της «ναι, και εσύ όπως φαίνεται γυρίζεις πολύ». Τέλος πάντως, καθένας με το νταλκά του, στιγμές στιγμές μου λείπουν εκείνα τα εορταστικά επεισόδια των σειρών στο MEGA, που τα βλέπαμε όλοι καρφωμένοι στις τηλεοράσεις μας, χωρίς να έχουμε στα χέρια μας κινητά, χωρίς να μας περιμένει κανείς να κάνουμε κάτι περιμένοντας να αλλάξει η χρονιά απαλλαγμένοι από υποχρεώσεις, δε δουλεύαμε ούτε Σάββατα αλλά ούτε και Δευτέρες, ήμασταν σε ένα καφέ με τους φίλους μας και τους καρφώναμε στα μάτια, στραγγίζοντάς τους από κάθε πιθανή πληροφορία για τα πάντα. Μια φορά μάλιστα με είχε ρωτήσει και μια φορά ο πατέρας μου «παιδί μου, τί λέτε με τους φίλους σου τόσα χρόνια κάθε βράδυ» και ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ κόλλησε στο μυαλό μου από την πρώτη σελίδα της «Χρονιάς που μιλήσαμε με τη θάλασσα» το οποίο αν με ρωτάτε, ΝΑΙ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ήταν πλημμυρισμένο με τις ευωδιές ενός χωριού αποκλεισμένου από τον κόσμο εξαιτίας ενός μοναδικού φαινομένου, με ανθρώπους που ναι μπορεί να μην έφυγαν ποτέ από αυτό, οι φωνές τους και τα βήματά τους όμως είναι αυτά που το κρατάνε σφριγηλά στη ζωή.

Γιατί ποιος θα ορίσει τί είναι σημαντικό και τί ασήμαντο για εκείνους που ζουν μία καθημερινότητα χωρίς κινητά, ίντερνετ και τηλεοράσεις, που ο μόνος τους θησαυρός είναι μία βιβλιοθήκη στο ταβερνείο που μαζεύονται κάθε βράδυ όλοι τους, με την ιδιαιτερότητα πως κανείς τους δεν ξέρει να διαβάζει αφού δεν έχουν πάει σχολείο, και φυσικά όταν τους επισκέπτεται ο δίδυμος αδερφός του έτερου μισού που αποφάσισε να μη γυρίσει μαζί του τον κόσμο, όλα τα μάτια στρέφονται σε αυτούς τους δύο, η επικαιρότητα, ο παλμός, η ζωή των πάντων, κρύβεται στη νέα καθημερινότητα ενός ζεύγους διδύμων που έχουν να συναντηθούν κοντά 40 χρόνια. Και τότε οι χωριανοί αποκτούν τη δικιά τους ενιαία φωνή και οι θαμώνες της ταβέρνας όπου είναι η καρδιά των πάντων μας διηγούνται το καλύτερο παραμύθι που κανένας δε θα μπορούσε να αποτυπώσει στο χαρτί αφού κανείς τους δεν ξέρει φυσικά ούτε πως να γράφει.

Δε θα πω κάτι άλλο. Αν υπήρχε τμήμα στα βιβλιοπωλεία με τίτλο «Διαμαντάκια» δε μπορώ να βρω ούτε ένα πιθανό σενάριο που αυτό το μπιζουδάκι θα έλειπε από την προθήκη του. Και κάτι σημαντικό. Γενικά τα βιβλία που μπήκαν στη δεκάδα μου, είναι αυτά που τα διάβασα μέχρι τον Ιούνιο, βία Ιούλιο της χρονιάς. Γιατί για εμένα τουλάχιστον, χρειάζεται χρόνος για να δουλέψουν κάποια πράγματα μέσα μου, αχ αυτός ο χρόνος, όταν είμαστε μικροί βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε, και όταν μεγαλώνουμε παλεύουμε να τον γυρίσουμε ξανά πίσω, μη σας τα πολυλογώ όμως, το συγκεκριμένο κείμενο του Montero, εμενα σα να με άγγιξε ένα μαγικό ραβδί,  και από τη μία στιγμή στην άλλη με ταξίδεψε κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά σε ένα κόσμο στολισμένο με όμορφες καλοτοποθετημένες λέξεις που όλες μαζί αν τις βάλεις σωστά στη σειρά γράφουν…

Δε θα σας πω εγώ τι γράφουν ότι κλείσει τα μάτια του και ονειρευτεί ο καθένας μας γράφουν.

 

  1. Να την προσέχει, Ζαν Μπατίστ Αντρέα.

Τον Μάρτιο του 2025 έγραψα στο Instagram «Χωρίς να δώσω κανένα άλλο στοιχείο θα πω μόνο αυτό. Το «Να την Προσέχει» είναι το καλύτερο βιβλίο που διαβάσατε, ή θα διαβάσετε μέσα στο 2025.
Σταματάτε ό,τι και αν κρατάτε στα χέρια σας και το ξεκινάτε αμέσως.
Με ευχαριστείτε αργότερα. Ή και όχι. Who really cares.
Πεντάστερο ανάγνωσμα και Άσσος στη λίστα του 2025 από Μάρτη μήνα.
Mic drop.»

Την επομένη το πρωί μπήκα στον Πολύγραφο σαν τον ταύρο, το πήρα και το έβαλα στα χέρια του Άλεξ (μου το ανταπέδωσε λίγο μετά με τη «Χρονιά που μιλήσαμε με τη Θάλασσα») και του είπα «Θυμάσαι με τον Αύγουστο του Τζον Γουίλιαμς που σου είχα πεί να τον διαβάσεις ΤΩΡΑ. Ξεκινάς απόψε»

Και το διάβασε. Και μετά τον Αλέξανδρο το διάβασαν και άλλοι, και άλλοι, και για ένα μαγικό λόγο, όλοι το λάτρευαν, μου έστελναν μηνύματα, μου έσφιγγαν το χέρι στο δρόμο, ειλικρινά τη διαφήμιση που έχω ρίξει σε αυτό το βιβλίο, ούτε εγώ να το είχα γράψει.

Όταν κάποιος μου ζητάει ένα βιβλίο να διαβάσει, νοιώθω κυριολεκτικά σα να μου βάζει ένα πολύ δύσκολο τεστ, δεν είναι όλα τα βιβλία σε όλους, και αυτό δεν είναι κακό, το να μη διαβάζω, ή να διαβάζω λίγο και να αποφασίσω να ξεκινήσω να διαβάζω με το Εκκρεμές του Φουκώ, είναι ένα πρότζεκτ τόσο φιλόδοξο, όσο εγώ αρχές Νοέμβρη να καταφέρω στο τέλος του να βγάλω το Μαραθώνιο Αθηνών. Ε τι στιγμές εκείνες, υπάρχουν κείμενα πολυεπίπεδα και μαεστρικά γραμμένα, που λίγο πολύ απευθύνονται σε όλους, θα πω μεγάλη κουβέντα, αλλά η ιστορία του Μίμο και της Βιόλας (του) έχει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα που συναντάμε μονάχα σε πολύ σημαντικά και πολύ κλασσικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Δε θα πω ποια, αλλά αν με ρωτήσετε θα πω πως εγώ είδα ΚΑΙ Ιούλιο Βερν, ΚΑΙ Ουμπέρτο Έκο, και φυσικά Δουμά και…

Για εμένα, μεγάλος Νικητής του 2025 είναι το «Να την Προσέχει» γιατί είναι απλά ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΡΙΣΚΩ ΣΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, πέραν του απλού γεγονότος πως έχει την καλύτερη πρώτη και τελευταία σελίδα που γράφτηκε ποτέ από συγγραφέα τα τελευταία 10 χρόνια ξέρω γω.

Ένας πραγματικός συγγραφικός θρίαμβος, και το βιβλίο που έχω δωρίσει μέσα στη χρονιά ήδη πάνω από 10 φορές. Και συνεχίζω.

 

Και πάμε τώρα στις νότες από Ελλάδα, που αξίζουν αναφοράς.

  1. Το κατέβασμα του Φεγγαριού, Χρυσόστομος Τσαπραίλης.

Ενακορίτσι, αποφασίζει λίγες μέρες μετά το θάνατο της γιαγιάς της, να επισκεφτεί με τη μαμά της το πατρικό της στην Καρδίτσα, να το ξεσκονίσουν, να το θιαρμίσουνε ρε αδερφέ, ώστε σύντομα να πουληθεί. Το σπίτι όμως της γιαγιάς είναι από εκείνα, που οι τοίχοι του είναι στολισμένοι με παράξενους ήχους και μυστικούς διακόπτες για δωμάτια που υπάρχουν αλλά δεν τα βλέπεις, που η βιβλιοθήκη του κρύβει βιβλία που διάβαζε μικρή η Κίρκη, ναι η ηρωίδα μας έχει το ίδιο όνομα με τη γνωστή Οδυσσοχτυπημένη μαγισσούλα, και τα οποία είχαν φωτογραφίες από τραγοπόδαρες μαντηλοφορεμένες κυριούλες που σουλατσάρουν στα σκοτεινά στενά, και φυσικά στην ατμόσφαιρα κυριαρχούν παραμύθια, για μία μυστική πηγή που όσοι πιούν από εκείνη νερό ξεχνούν και το όνομά τους, αλλά και για ένα χαριτωμένο τραγουδάκι που αν τους στίχους του πεις σωστά, το φεγγαράκι κατεβαίνει, και μπορείς να το πάρεις μια τεράστια αγκαλιά και να το κάνεις μπάκια.

Και κάτι τρομερά αστείο, συμπληρωματικό, όταν ο Μr Πολύγραφος μου έδωσε το βιβλίο, μου είπε πως το είχε φέρει η μεταφορική το Σάββατο, εκείνος το έβαλε στο ράφι με τα παιδικά, και όταν το βράδυ το ξέτρεξε, φρίκαρε, και ήθελε να ανοίξει το μαγαζί μέσα στη νύχτα και να το βγάλει από τα παιδικά, έκαμε λάθος, ήσφαλε, αλλά εγώ με το που το τελείωσα δεν κατάλαβα το λόγο που έπρεπε να γίνει όλο αυτό. Εγώ που είχα μεγαλώσει με τον κακό το λύκο που γευματίζει ολόκληρο το οικογενειακό δέντρο της Κοκκινοσκουφίτσας, με το Ένα μικρό καράβι που όταν τους σωθήκαν οι τροφές ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο, και φυσικά τη δηλητηριασμένη Χιονάτη και το θύμα bullying Σταχτοπούτα, το βρήκα υπέροχο.

Γιατί ποιο το νόημα να ζεις σε ένα έρημο χωριό και το βράδυ εκείνο που η πανσέληνος και τη στιγμή που οι λύκοι αλυχτάνε, να μη συμβαίνει τίποτα… Λίγο sad και αντικούκου μεταξύ μας τώρα να τα λέμε όπως πρέπει.

Λαογραφικό Χόρορ 1.01 κύριοι που λένε στην Καρδίτσα, το αναγνωστικό στοίχημα που ποτέ δε χάνει. Και χίλια μπράβο στον φίλο Τσαπραίλη

 

  1. Λάθος Κεφάλι, Λίνα Ρόκκου.

Ακόμα Ενακορίτσι λοιπόν, μετά από το πρώτο του βιβλίο που θριάμβευσε, και μπροστά στο τεράστιο συγγραφικό της μπλόκ, καλείται από έναν διάσημο συγγραφέα σε ένα ιδιόμορφο camp, όπου ο ένας θα συμπληρώνει τον άλλο, ώστε και αυτή να ξεπεράσει το κλείδωμά της και εκείνος όμως να…

Αυτό. Τέλος.

Δε χρειάζεται να γνωρίζετε κάτι άλλο για το στόρι. Έτσι κι αλλιώς η πλοκή δεν παίζει ποτέ ουσιαστικό ρόλο, εύκολα θυμάται κανείς πως τελειώνει το 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα, δύσκολα όμως μπορεί να συγκρατήσει το πως ναυάγησαν αρχικά οι 3 (?) φίλοι στο Ναυτίλο, τί περιπέτειες έζησαν μέσα σε αυτόν, τί ακριβώς οδήγησε τον Κάπταιν Νέμο στην απόφασή του να καταστρέψει τον κόσμο. Το ίδιο ακριβώς και με τη @lina_rokou . Οι ήρωες της είναι συμπαθέστατοι, και πολλά μπορεί να πει κανείς για αυτούς αλλά στο τέλος της μέρας το μόνο που θυμάσαι είναι πως σε κάθε σελίδα του βιβλίου της, ξεχωρίζεις κι από έναν μικρό κόκκο του εαυτού σου, είτε μιλάει για την ηρωίδα της, είτε για τον φιρμάτο οικοδεσπότη της, είτε για το ανάποδο ανιαούριστο γατί, εσύ καταπίνεις τις σελίδες της γιατί πολύ απλά το βιβλίο της, το κάθε βιβλίο της, μιλάει για εσένα σε εσένα, σε κοιτάει στα μάτια, και σου απευθύνει ερωτήσεις, τις οποίες θέλοντας και μη απαντάς, όχι σε εκείνη, αυτό κυριολεκτικά θα ήταν το πιό εύκολο, αλλά στον ίδιο σου τον εαυτό, περνάς στην άλλη μεριά του καθρέφτη σου και αντικρύζεις τον ίδιο σου το είναι όπως ακριβώς και όλοι οι άλλοι, δεν τα λύνεις όλα με ένα από duckface και ένα κλείσιμο ματιού, ο Γόρδιος Δεσμός σου, βγαίνει στο προσκήνιο, και σπαθί δεν υπάρχει κάπου κοντά σου.

Διαβάστε το. Απλά διαβάστε το, και αν δεν αγγίξει κάποια χορδή σας, να ξέρετε φταίτε εσείς, αφήστε το και ξαναπιάστε το αργότερα. Και αν θέλετε περισσότερα πράγματα σαν κριτική, στείλτε ένα μήνυμα στη φίλη μου την Έμμα, που 10 μέρες με έπαιρνε τηλέφωνο να της πω τί ακριβώς έγινε στο τέλος, και καταλήξαμε ένα μήνα μετά να μιλάμε 20 λεπτά στο τηλέφωνο και να λέμε «είναι όμως και αυτό, και αυτό, και αυτό αλλά και…».

Χίλια μπράβο ρεσυ Λίνα. Χίλια όμως. Ούτε ένα λιγότερο.

 

Και κλείνοντας θα μιλήσω για το σημαντικότερο reread μίας χρονιάς που ξαναδιάβασα δύο τούβλα, το Εκκρεμές του Φουκώ για 4η φορά, την αλήθεια για υπόθεση Χάρι Κέμπερτ, και φυσικά τον Κόμη Μοντεχρίστο (2η φορά Gutenberg). Παρόλα αυτά θα ήθελα να κλείσω το top μου με το Γκιάκ του Δημοσθένη Παπαμάρκου που φέτος με συγκλόνισε.

ΓΚΙΑΚ ΛΟΙΠΟΝ

Τώρα αλήθεια, περιμένετε εμένα για να μάθετε το Γκιάκ? Είμαι σίγουρος πως από το 2014 που πρωτοκυκλοφόρησε όλο και κάποιος θα πρόλαβε να σας κάνει βιβλιοκριτικό ποδαρικό, και σίγουρα δεν έχετε ανάγκη εμένα, εγώ απλώς πάνω που περνοδιάβαινα προχτές στο Goodreads μου και είδα ένα απλό «το καλύτερο ελληνικό βιβλίο που διάβασα στην ενήλικη ζωή μου» πράγμα που 11 χρόνια μετά, το βρήκα ελλιπές και λίγο οπότε προφανώς και το ξαναέπιασα στα χέρια μου όπως εκείνο τη μέρα που μου το είχε δώσει ο Αλέξανδρος, δε θυμάμαι αν ήταν ανοιχτός ο Πολύγραφος τότε και μου είπε «φίλε μου, σταμάτα ότι κάνεις και διάβασε αυτό». (είδατε όμως η δύναμη αυτής της έκφρασης από ανθρώπους που αναγνωστικά εκτιμάς)

Και τη θυμάμαι ακόμα την έκπληξή μου όταν είδα τον τίτλο του πρώτου του διηγήματος, τι πα να πει «Ντο τ’α πρε κοτσίδδετε» είχα απορίες πολλές, αρχικά ποιος έχει τέτοιος θάρρος να γράφει αυτό σαν πρώτη επαφή με το βιβλίο του, και δευτερευόντως γιατί το κοτσίδδετε είχε δύο δέλτα, μα δύο δέλτα τώρα αλήθεια, και το ξεκίνησα, και ναι το ερωτεύτηκα δε γίνεται να διαβάσετε αυτό το κείμενο και να σας το κρύψω που σιγά μη δεν το έχετε καταλάβει με το ξεκινήσατε την ανάγνωση, σοβαροί να είμαστε εννοείται και μεροληπτώ υπέρ του, δε βρίσκω στο Γκιάκ ψεγάδι κανένα, κανένα λάθος, καμία ατέλεια, μόνο ατόφια αστραφτερή ανυπέρβλητη ομορφιά. Και αυτός ο έρωτας στο κεφάλαιο της «Παραλογής» (που για μένα είναι το ιδιοφυέστερο και μαεστρικότερα γραμμένο κείμενο που αποτυπώθηκε ποτέ στο χαρτί από σύγχρονο Έλληνα συγγραφέα) μέσα σε μόλις 44 σελίδες έγινε αγάπη ατόφια, πραγματική, από αυτή που νοιώθεις στο διηνεκές για το κορίτσι εκείνο που έχεις χρόνια να δεις, αλλά όταν το συναντήσεις τυχαία στο δρόμο ο ένας θα κοιτάξει από τη μία μεριά, ο άλλος από την άλλη, αλλά στην πρώτη στροφή ένα κρυστάλλινο χαμόγελο θα χαραχτεί στα χείλη σου, εδώ μιλάμε για αγάπη συγκεντρωθείτε, οι κακίες είναι για τους θλιβερούς και για τους λίγους, αν μας διδάσκει κάτι το γκιακ, είναι πως τα στέρεα και αθάνατα παραμύθια, γράφονται με λέξεις στέρεες, από ήρωες και αντιήρωες που στα μάτια του αναγνώστη κανείς δε μπορεί να αδικήσει, να σκεφτεί άσχημα, να πει «δεν έπρεπε να γίνει έτσι».

Ότι έγινε έγινε παιδιά, δε γυρίζει ο χρόνος πίσω, και καθένας μας είναι υποχρεωμένος να κουβαλάει στο χελωνίσιο σπιτάκι των αναμνήσεων του, τα σωστά και τα λάθος του. Η ζωή υπήρξε και πριν την ανάμνηση, και συνεχίζει να υπάρχει και μετά από αυτή. Το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος αφήγησης. Αν έχεις τις σωστές λέξεις στη φαρέτρα σου, τα πάντα είναι Αγάπη.

Δωδεκάμισο αστεράκια στα πέντε ξερωγώ. Και Δημοσθένη τα έχουμε πει και στο τηλεφωνο, αλλά θέλω να στο γράψω να υπάρχει και εδώ.

Σε ευχαριστώ για τις λέξεις. Τίποτε άλλο. Μόνο αυτό.

ΤΕΛΟΣ ΛΙΣΤΑΣ 2025.

και τώρα ΧΟΡΟΣ.

Και κάπου εδώ, λίγο πριν το τέλος του αναγνωστικού μου ημερολογίου καταστρώματος για το 2025, θέλω να μιλήσω και για τις αποτυχίες μου. Ανέφερα πως είχα στόχο να διαβάσω πρώτους τόμους από Malazan, και Eye of the World, ήθελα όμως και άλλα πράγματα πολλά. Δεν κατάφερα για παράδειγμα να βάλω εμπρός την 7λογία της αυτοβιογραφίας του 55χρονου Κνάουσγκραντ που ο πρώτος της τόμος της έχει τον τίτλο « Ο Αγών μου» βιβλία για τα οποία υπάρχουν μπαρ στη Νορβηγία που απαγορεύεται να μιλάνε οι άνθρωποι για αυτό, όχι επειδή γράφει κάτι κακό, αλλά επειδή οι πωλήσεις συνέτριψαν τα πάντα και οι πελάτες δεν μιλούσαν για τίποτε άλλο παρά για αυτό! Δεν κατάφερα να τελειώσω τους Άθλιους του Ουγκώ, όχι επειδή δεν πρόλαβα, αλλά επειδή όταν τους ξεκίνησαν, έπαθα έρωτα με την πρώτη ματιά, και τους σταμάτησαν με το που εμφανίστηκε ο χαρακτήρας του Γιάννη Αγιάννη κάπου εκεί στη σελίδα 150 (τον οποίο αν θέλετε να ξέρετε, άθελα τους οι έλληνες μεταφραστές αποτύπωσαν με τον καλύτερο τίτλο, μιας και το Γαλλικο Ζαν Ντ Αρζάν στα ελληνικά μεταφράστηκε ως «ο Γιάννης, ποιος Γιάννης, Α ο ΓΙΑΝΝΗΣ»). Ένας πραγματικός θησαυρός 2700 σελίδων που κανείς δε θέλει να τελειώσει. Και κλείνοντας θα πω πως δεν ξεκίνησα ούτε το Lonesome Dove το οποίο έχω και στα ελληνικά από εκδόσεις Bell (εννοείται εξαντλημένο) ούτε το «Οι δύο Μάγοι και ο Βασιλιάς των Κορακιών» της Susanne Clarke, επειδή στη σελίδα 100 το είχα κυριολεκτικά λατρέψει, και δεν ήθελα ούτε αυτό να μου τελειώσει, οπότε προτίμησα να το αφήσω μισό.

Γιατί έτσι είναι η ζωή. Τα πράγματα που σου αρέσουν, δε θέλεις να σου τελειώσουν ποτέ, και ακόμα και όταν αυτά τελειώνουν, πάντα βρίσκεις μία ευκαιρία να τα βγάλεις από το ράφι της μνήμης, να φυσήξεις τη σκονισμένη πλάτη τους, να χαμογελάσεις και να τα ξαναβάλεις στη θέση τους.

Και τώρα που το θυμήθηκα. Να δίνετε τα βιβλία που διαβάζετε, να μην τα κρατάτε να σκονίζονται στις βιβλιοθήκες σας, δεν είναι τρόπαια, είναι ζωντανοί οργανισμοί φτιαγμένοι να δίνουν χαρά στο διηνεκές, δε χρειάζεται να τα έχετε κλειδωμένα, η ζωή προχωράει, κάτι καλύτερο, ομορφότερο, συναρπαστικότερο θα σας κλείσει το μάτι αύριο πονηρά, και εσείς δε θα έχετε ούτε μυαλό αλλά ούτε και χώρο γι αυτό.

Και του χρόνου με υγεία.

Και να διαβάζετε. Το πως το έχουμε εξηγήσει και σε προηγούμενα κείμενα αλλά αξίζει να το πω ακόμα μία φορά. Έτσι που έχει γίνει το σκηνικό της καθημερινότητας όλων μας, το να διαβάσει κάποιος ένα βιβλίο, φαντάζει τρομερά δύσκολο. Δεν είναι όμως χρονοβόρο επιτρέψτε μου να πω. Για μένα είπαμε μία σούπερ χρονιά η φετινή είδα όμως πολύ λίγες ταινίες (οι μισές ήταν κλασσικά με υπερήρωες), σειρές μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, άκουσα πάρα πολλα podcasts (κάντε συνδρομή στο spotify και στο γιουτουμπ να βρείτε την υγειά σας), αλλά το έχω ξαναπεί, δεν έκανα ΒΗΜΑ χωρίς ένα βιβλίο στην τσάντα μου, στο αεροπλάνο (όχι μου, γενικά στο αεροπλάνο), δίπλα στο μαξιλάρι μου. Δέκα λεπτά; Δέκα λεπτά. Μία ώρα; Μία ώρα.

Δεν υπάρχει λίγο, δεν υπάρχει πολύ. 50 σελιδούλες τη φορά είναι αρκετές (κατέβασα τον αριθμό των σελίδων, προπέρσι είχα γράψει για 100 αλλά τελικά δε χρειάζεται τόσες πολλές). Εγώ διαβάζω μίνιμουμ 100. Αν όχι κάθε βράδυ, σίγουρα 500 την εβδομάδα. Και έτσι βγαίνει η ύλη, μη νομίζετε, δε διαβάζονται τα βιβλία μόνα τους, το έχουμε ξαναπεί, αν είχα υπερδύναμη θα ήταν αυτή της Κιμ Μπάσιντζερ στη σεξογήινη που έβαζε το χέρι της στη μέση του βιβλίου, έκλεινε τα μάτια, και 30 δευτερόλεπτα μετά το είχε διαβάσει.

Αχ Κιμ είπα και εγώ θυμήθηκα πάλι «και δε μου λες Κιμ, ναι Μικι, έψησες τίποτα να φάμε Κιμ, όχι Μίκι, ΣΗΚΩ ΡΕ ΠΕΙΝΑΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΑΜΕ» νάτοι παλι οι Απαράδεκτοι.

Τέλος

Και του χρόνου.

Μέχρι τότε.

Ένα βήμα τη φορά.

 

 

Scroll To Top