«Πρωτοποριακό». «Εμπνευσμένο». «Βαρετό». «Στατικό». «Νά χαμε και ένα μαξιλαράκι, θά ταν ώ χαρώ το». Αυτές ήταν ορισμένες μόνο από τις αντιδράσεις όλων εκείνων που έσπευσαν να δουν «το Δέντρο της Ζωής», τη φετινή δημιουργία του πολυβραβευμένου Terrence Malick, σκηνοθέτη των μεγάλων επιτυχιών «The Thin Red Line» και παλαιότερα του «Days of Heaven». Και μέσα σε όλο το σούσουρο των διαφορετικών απόψεων, ήρθαν και οι εμπρηστικές δηλώσεις του Sean Penn, εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας, με τις οποίες καταφέρθηκε ευθέως εναντίον του σκηνοθέτη κατηγορώντας τον ότι δεν βρήκε στην ταινία του το συναίσθημα που είχε το σενάριο στο οποίο είχε συμφωνήσει να πρωταγωνιστήσει (το πλήρες κείμενο εδώ).
Πού βρίσκεται όμως η αλήθεια. Αξίζει να δει κανείς «το Δέντρο της Ζωής» ή απλά δεν υπάρχει λόγος?
Το «Tree of Life» είναι μία ταινία με άπειρους συμβολισμούς που χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος της ταινίας, και όταν λέω πρώτο μέρος εννοώ τα πρώτα κοντά 50 με 60 λεπτά, ασχολείται με την άποψη του σκηνοθέτη για τη δημιουργία του κόσμου, και το δεύτερο μέρος της εστιάζει περισσότερο στη δυσλειτουργική σχέση του μεγαλύτερου γιού της οικογένειας με τον σατράπη οπισθοδρομικό πατέρα του (ρόλο που ερμηνεύει ο πολυδιαφημισμένος Brad Pitt).
Ποιά είναι η ουσία τώρα.
Το έργο έχει τον Ατελείωτο! Η διάρκεια του που φτάνει κοντά τις δυόμιση ώρες αγγίζει κυριολεκτικά τα όρια του σαδισμού. Μάλιστα, το πρώτο μισό της ταινίας όπου είσαι και ανυποψίαστος, μιας και ξέρεις ότι έχεις πάει να δεις μία ταινία ενός αναγνωρισμένου σκηνοθέτη, με δύο αναγνωρίσιμους αξιόλογους και απίστευτα διάσημους πρωταγωνιστές, νομίζω ότι το παρακολουθείς με ανοιχτό το στόμα. Όχι δεν είναι από το θαυμασμό το «πωχάσκωμα», είναι από το ότι πολύ απλά «Δεν πιστεύεις αυτό που περνάει μπροστά από τα μάτια σου«. Ο Μalick ξεκινάει να μας αποτυπώνει αργά αργά (στην οριογραμμή του πάααρα πολύ αργά…) την άποψή του για τη δημιουργία του κόσμου, βάζοντας να παρελάσουν από την μεγάλη οθόνη ότι υπάρχει και δεν υπάρχει στο σύμπαν. Ξεκινάει από το Big Bang (ή κάτι τέτοιο) περνάει στις αμοιβάδες και τους δεινόσαυρους (με τον @dimitrisdx να έχει εδώ ακυκλοφόρητα πλάνα με το πραγματικό όραμα του σκηνοθέτη που κυριολεκτικά συγκλονίζουν) και καταλήγει… Μα δεν υπάρχει κανένα νόημα να καταλήξει πουθενά. Η σχέση των δύο αντρών, του πατέρα και του γιού, την οποία καλείται να αναλύσει στο δεύτερο μισό της ταινίας ουδεμία σχέση έχει με το πως ξεκίνησε ο κόσμος και τι διαδικασίες ακολουθήθηκαν προκειμένου να φτάσει στην τωρινή του μορφή. Μάλιστα, «to make things worse» που θα έλεγαν και οι φίλοι μας οι Άγγλοι, όλο αυτό το «υπερθέαμα» (really…?) γίνεται με τη συνοδεία κλασσικής μουσικής σε συνεχόμενα μεγαλοπρεπή μέτρα, κάνοντας την παρακολούθηση κυριολεκτικά αφόρητη ακόμα και για το Διευθυντή της Καμεράτα(ς). Και για να κλείσει η συνταγή αυτού του κυριολεκτικά πομπώδους υπερφλύαρου θεάματος προστέθηκε στη ροή της ταινίας το κύριο χαρακτηριστικό κάθε έργου του σκηνοθέτη.
Οι ψίθυροι.
Όταν πρωτοείδα το «The Thin Red Line» κάπου στο 2000, αυτό το αλληγορικό αντιπολεμικό Κατηγορώ με κύριο θέμα τη μάχη του Γκουαντακανάλ, με τους υπέροχους πολυδιάστατους εγκλωβισμένους στο χάος του πολέμου χαρακτήρες, το πρώτο πράγμα που έκλεψε το μυαλό και την καρδιά μου δεν ήταν άλλο από το εύρημα των ψιθύρων. Μακριά από τις εκρήξεις του θορυβώδους Platoon του Οliver Stone, και τις επικές σκηνές μάχης της Διάσωσης του Στρατιώτη Ράιαν του Steven Spielberg (δες το εδώ ολόκληρο), ο Μalick διάλεξε το δρόμο της εσωτερικής αναζήτησης για τους μαχητές του, βγάζοντας στην μεγάλη οθόνη, τη διαρκή μάχη για την επίτευξη μιάς εσωτερικής ισορροπίας μέσα από τη συνειδητοποίηση της ματαιότητας του επώδυνου ρόλου που είχαν επωμιστεί, με το να είναι αναλώσιμα πιόνια στα χέρια ανθρώπων που αδιαφορούσαν για το μέλλον της ανθρωπότητας. Οι πολεμιστές λοιπόν αυτοί οι οποίοι μέσα στα μαύρα χρώματα των χαρακωμάτων, προσπαθούσαν να βρουν μία άκρη να πιαστούν τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά μου έκλεψαν την καρδιά «επί τη εμφανίσει» τους. Οι εικόνες του στρατιωτικού αποσπάσματος που έβγαινε για αναγνώριση στην αφιλόξενη ζούγκλα των «καταπληκτικότερων αποχρώσεων πρασίνου που έχεις δει ποτέ», συνοδευόταν από τους ψιθύρους των σκέψεων του βασικού πρωταγωνιστή Τζιμ Καβίζελ ο οποίος αναρρωτιόταν διαρκώς για τη θέση του στον πόλεμο και στη ζωή. Όλα σε έναν αρμονικό συνδυασμό με εικόνες από λιβάδια που χορεύουν στους ρυθμούς του ανέμου, σύννεφα που περιφέρονται χωρίς σταματημό στον καταγάλανο ουρανό και σκέψεις για την ουσία της ύπαρξης του ανθρώπου και αυτή καθ αυτή τη ζωή. Την ίδια ακριβώς νόρμα (με σαφώς λιγότερη επιτυχία), ο Μalick την εφάρμοσε και στην επόμενη ταινία του, με πρωταγωνιστή τον Κόλιν Φάρελ, το «The New World«. Και εδώ μία πολεμοχαρής φιγούρα κατακτητή, έρχεται σε επαφή με έναν άγνωστο πολιτισμό, ερωτεύεται μία κοπέλα που μιλάει διαφορετική γλώσσα από αυτόν για να καταλήξει στο τέλος από κατακτητής, κατακτημένος. Καί εδώ λιβάδια, καί εδώ σύννεφα καί εδώ ουρανοί καί εδώ ψίθυροι.
Στο «Tree of Life» όμως ο Terence καταφέρνει το ακατόρθωτο, επιτυγχάνοντας να φτιάξει ένα έργο, πάλι με λιβάδια, πάλι με σύννεφα, πάλι με καταγάλανους ουρανούς, και πάλι με ασταμάτητους ψίθυρους, αλλά αυτή τη φορά με τη διαφορά ότι ξέχασε ότι θα πρεπε η ταινία του να έχει και ένα στοιχειώδες ΣΕΝΑΡΙΟ! Γιατί βλέποντας το δεύτερο μέρος της ταινίας και προσπαθώντας (μάταια) να το συνδέσεις με το πρώτο, καταλαβαίνεις ότι η δυσλειτουργική σχέση πατέρα και γιού, που εξελίσσεται στην Αμερική του 50 και η τελική τους ρήξη (?) στο τέλος δεν αναλύονται επαρκώς με το τελικό αποτέλεσμα δυστυχώς (για όλους) να μην οδηγεί πουθενά. Και αλήθεια, αυτός ο δύσμοιρος ο Σων Πεν, που συμφώνησε για δύο ωρίτσες γεμάτες να κοιτάζει σαν χάνος το νερό στη βρύση, να κοιτάζει σαν χάνος τα λουλούδια στο γλαστράκι, να κοιτάζει σαν χάνος έξω από το παράθυρο το πουθενά, να κοιτάζει σαν χάνος την οθόνη του υπολογιστή του και που στο τέλος καταλήγει να σουλατσάρει σαν την άδικη κατάρα, χωρίς λόγο και αφορμή «στα μονοπάτια της ματαιότητας της ύπαρξής του που είχαν με σαφήνεια χαραχτεί ΜΟΝΟ στο μυαλού του σκηνοθέτη», απορώ ειλικρινά, δε συνειδητοποίησε ότι αυτές τις εικόνες ΚΑΠΟΥ ΜΑ ΚΑΠΟΥ τις είχε ξαναδεί!? Και αυτοί οι ψίθυροι. Αχ αυτοί οι ψίθυροι. Σταματημό δεν είχαν! Να λένε τα ίδια και τα ίδια. Πόσο μάταια είναι η ζωή. Πόσο αγαπάει το παιδί τη μαμά του. Πόσο αγαπάει η μαμά το παιδί. Πόσο αγαπάει το ένα αδερφάκι το άλλο. Και φτού από την αρχή. Για την ακρίβεια, όλες οι ατάκες που ακούγονται στην ταινία εν είδη εσωτερικού διαλόγου, χωρίς να φαίνεται το πρόσωπο του εκάστοτε πρωταγωνιστή θα μπορούσαν να είναι τα Status Updates Γκόμενας που Quοτάρει Μπέρτολ Μπρέχτ και Νίτσε στο Facebook για ένα χρόνο και βάλε. Ειδικά η τελευταία μισή ώρα της ταινίας, είναι ανυπόφορη στο όριο της Κωμωδίας με την επωδό «Καλά, δεν το πιστεύω ότι το ζω αυτό«!
ΣΤΙΓΜΗ ΟΣΚΑΡ: O Brad Pitt είναι εξαιρετικός. Είναι καλός ηθοποιός, έχει δουλέψει πολύ από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στο Thelma & Louise, και αυτό είναι κάτι παραπάνω από προφανές κάθε φορά που εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη. Αυτή όμως που κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση δεν είναι άλλη από την πανέμορφη συμπρωταγωνίστριά του Jessica Chastain την οποία φέτος πρωτοσυναντήσαμε στο ενδιαφέρον «The Debt» αλλά και στο υπέροχο «Τhe Help» και η οποία είναι προφανές ότι είναι το The Next Big Thing αναφορικά με τις γυναικείες παρουσίες στο Hollywood. Δυστυχώς δε θα μου κάνει έκπληξη να το δω στα Όσκαρ για καλύτερη ταινία (σίγουρα θα είναι στη Δεκάδα, δύσκολα θα ήταν θεωρώ σε πιθανή Πεντάδα, ακατόρθωτο να σηκώσει την κούπα). Από την άλλη για να είμαστε και δίκαιοι, η σκηνοθεσία του Malick είναι σταθερά πολύ καλή όπως άλλωστε σε κάθε του ταινία.
ΣΤΙΓΜΗ ΧΡΥΣΟΥ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟΥ: Τί, δεν χόρτασες κράξιμο και θες κι άλλο?
ΜΟVIE TRIVIA: Με το που βγήκε η ταινία στην Αμερική, εμφανίστηκε το απίστευτο φαινόμενο, άνθρωποι να ζητάνε «Τα λεφτά τους πίσω«! Υπάρχουν και τα αποδεικτικά links μη νομίζεις ότι είμαι εμπαθής και λέω ψέμματα…
ATAKA ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΜΕΙΝΕΙ: «Σταμάτα ρε ηλίθιε να ροχαλίζεις τόσο δυνατά, υπάρχουν άνθρωποι γύρω σου που προσπαθούν να κοιμηθούν»!
ΔΕΙΤΕ ΤΗ: Για να έχετε προσωπική άποψη και μόνο για αυτό. Αν με εμπιστεύεστε (που θά πρεπε κιόλας δηλαδή…) μην τη δείτε ούτε για χαμένο στοίχημα. Και προφανώς μην κάνετε καμία προσπάθεια να εντυπωσιάσετε το πρόσωπο με το «πόσο κουλτουρέ είστε», με σιγουριά στο λέω «τό χεις χάσει το κορμί πατριώτη». #sigouraki
Rating: H χαμηλότερη βαθμολογία που έχει δώσει ποτέ το Blog στη Χειρότερη και πιό Δήθεν ταινία του 2011. Άξια.
Pingback: Vasilakos.org – Heroes Rule the Universe – Αυτές είναι οι 10 Χειρότερες Ταινίες για το 2011.