Άραγε πως θα ήταν ο κόσμος αν μπορούσαμε να απεικονίσουμε τα πάντα μοναχά με λέξεις? Θα είχε έννοια ο διαβόητος «κύκλος της ζωής» χωρίς χαμόγελα, χωρίς εκφράσεις, χωρίς κίνηση, χωρίς την τέχνη του χορού? Η απάντηση δίνεται με εμφατικό τρόπο στη νέα ταινία του (πρωτοπόρου) Wim Wenders με θέμα το έργο της μεγάλης Γερμανίδας χορογράφου Pina Bausch, και δεν είναι άλλη από ένα γιγαντιαίο «Όχι».
Η ζωή και το έργο της Μπάους λίγο πολύ γνωστά. Γεννήθηκε το 1940 στο Σόλινγκεν της Γερμανίας την περίοδο που μεσουρανούσε ο Χίτλερ. Μεγάλωσε στο εστιατόριο των γονιών της και σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών μαθήτευσε υπό τις οδηγίες του περίφημου Kurt Jooss ο οποίος θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του Γερμανικού εξπρεσιονισμού στο χορό. Γρήγορα η Μπάους πήρε υποτροφία για τη σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης και με την επιστροφή της στη Γερμανία έγινε η βασική χορεύτρια του Jooss΄s Folkwang Βallett για επτά χρόνια. Το 1972 γίνεται καλλιτεχνική διευθύντρια της Όπερας του Wuppertal η οποία σήμερα έχει μετονομαστεί σε Tanztheater Wuppertal Pina Bausch. Η Μπάους πέθανε στις 30 Ιουνίου του 2009 σε ηλικία 68 πέντε μόλις μέρες αφότου της είχε διαγνωστεί η επάρατη νόσος. Θεωρείται μία από τις επιδραστικότερες φυσιογνωμίες (της τέχνης και όχι μόνο) του 20 αιώνα.
Η ταινία για το έργο της μεγάλης χορογράφου, έχει μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δομή η οποία ξεδιπλώνεται με τρόπο παιχνιδιάρικο για κάτι λιγότερο από δύο ώρες μπροστά στα μάτια του θεατή ο οποίος αρχικά μπορεί να αισθάνεται περίεργα (ιδιαίτερα τα πρώτα λεπτά) μιάς και δεν υπάρχει μυθοπλασία, δεν υπάρχουν κεντρικοί ήρωες, δεν υπάρχει σενάριο παρόλα του δίδεται η δυνατότητα να γίνει συμμέτοχος της παράστασης οποτεδήποτε αυτός το αποφασίσει. Μία αυλαία ανοίγει αποκαλύπτοντας μία γκρίζα, απέραντη, άδεια σκηνή. Χώμα απλώνεται παντού. Μουσική δεν υπάρχει. Μόνο οι ήχοι από τα φτυάρια και τις κινήσεις των εργατών. Ξαφνικά τα φώτα σβήνουν και μία χορεύτρια ντυμένη στα λευκά κάνει την εμφάνισή στο κέντρο της σκηνής. Η απορία του τι πρόκειται να επακολουθήσει, θα συντροφεύσει το θεατή για αρκετό χρόνο ακόμα. Η μάχη μεταξύ των ανδρών και των γυναικών, του άσπρου και του μαύρου, των αδύνατων και των δυνατών ξεκινά. Τρόπαιο? Ένα κόκκινο φόρεμα, ένα κομμάτι ύφασμα, ένα ανούσιο τρόπαιο. «Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη». Οι αδύνατοι ηττώνται φυσιολογικά, και υπόκεινται τις συνέπειες της ήττας τους. Η ταινία μέσα σε λιγότερο από 10 λεπτά σου έχει δώσει να καταλάβεις ότι δε σκοπεύει να σου δώσει έτοιμη τροφή. Για να γίνεις μέρος της θα πρέπει να προσπαθήσεις. Θα πρέπει να εμβαθύνεις ξεπερνώντας ορισμένα δυσπρόσιτα εμπόδια που ο σκηνοθέτης κ η χορογράφος υψώνουν με το έργο τους μπροστά σου. Μέχρις ότου ανακαλύψεις ότι εσύ επιθυμείς. Το διπλανό σου. Τον άνθρωπο που αγαπάς. Ίσως και τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ο Βέντερς χτίζει την το «Pina» πάνω σε μία πολύ απλή ιδέα. Οι χορευτές που πλαισίωναν τη χορογράφο από το ξεκίνημα της καριέρας της μέχρι το τέλος της ζωής της, κάνουν ένα και μοναδικό πέρασμα εν είδη πορτραίτου στον τηλεοπτικό φακό αποκαλύπτοντας μέσα σε λιγότερες από πενήντα λέξεις ο καθένας, τί ήταν για αυτούς η πρωτοπόρα αυτή φυσιογνωμία της τέχνης (στην οποία μάλιστα το 2007 είχε απονεμηθεί το βραβείο Κιότο, το οποίο θεωρείται το Νόμπελ των τεχνών καθώς και το Χρυσό Λιοντάρι στην Μπιενάλε της Βενετίας), ξεκινώντας από τους πιό παλιούς και προχωρώντας με το πέρασμα του χρόνου στους πιό νέους. Παρόλα αυτά η ταινία του αποκτά λεπτό με το λεπτό μία παράξενη γοητεία η οποία με το τέλος της ταινίας γίνεται σχεδόν ακαταμάχητη. Τα πρώτα έργα της Μπάους, σαφώς επηρεασμένα από τις κτηνωδίες ενός παράλογου πολέμου, χτισμένα πάνω σε ασπρόμαυρο φόντο, αποπνέουν περισσότερο τη μοναξιά, την αγωνία, τον πόνο της απώλειας. Η μουσική είναι φτωχή σε νότες. Οι χορευτές της βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με έναν τοίχο. Ένα αδιέξοδο. Ένα ακόμα τέλος. Μεγαλώνοντας στις χορογραφίες της προστίθενται όλο και περισσότερο χρώματα. Οι κινήσεις με την πάροδο του χρόνου απαγκιστρώνονται από τον μινιμαλισμό του παρελθόντος και γίνονται ολοένα και εντονότερες. Ο χόρος καλύπτεται πλέον με μεγαλύτερη ταχύτητα. Οι τοίχοι πέφτουν. Η σκηνή γεμίζει ήλιο. Έρωτα. Ελευθερία. Ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Οι εικόνες που αντικρίζεις όταν απαγκριστρώνεσαι από τις παρωπίδες και τα όρια, είναι επιλεγμένες τόσο μαεστρικά που νομίζεις ότι είναι φτιαγμένες σε CGI. Εκπληκτικά χρώματα, μαγευτικοί εξωτερικοί χώροι. Τα αστικά του τοπία ονειρικά. Η πρώτη χορογραφία στον ανοιχτό χώρο με τη γυναίκα να πέφτει στην αγκαλιά του άντρα ο οποίος την ακολουθεί πιστά και την επαναφέρει σε ισορροπία όταν εκείνη το χρειάζεται, θα επαναληφθεί πολλές φορές καθ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Η Μπάους πίστευε στην αλληλεπίδραση των χαρακτήρων, η συνύπαρξή της με τόσους και τόσο διαφορετικούς ανθρώπους της το έμαθε αυτό με τον καλύτερο τρόπο.
Το έργο της είχε γερά θεμέλια πάνω στις μεγάλες αντιθέσεις. Το φως και το σκοτάδι. Τη νιότη και το γήρας. Τη ζωή και το θάνατο. Τον έρωτα και την απόρριψη. Το πιό ωραίο όμως από όλα είναι ότι όσο εξελίσσεται η «εργογραφία» της (ναι, η ταινία επικεντρώνεται πρωτότυπα στο έργο της χωρίς να κάνει ούτε μία αναφορά στη ζωή της), και περνάμε σε νεαρότερους χορευτές οι οποίοι μοιράζονται μαζί μας τις εμπειρίες από τη αγαπημένη τους δασκάλα, τόσο οι χορογραφίες της μοιάζουν να ακολουθούν ηλικιακά τους ήρωές της. Γίνονται και αυτές νεότερες. Ο χρόνος μοιάζει να μην άγγιξε την ψυχή του δημιουργήματος της Μπάους. Πλησιάζοντας το τέλος της ταινίας οι χαρακτήρες γίνονται ολοένα και πιό αναγνωρίσιμοι. Ο άντρας που προσπαθεί να γκρεμίσει το βράχο, η γυναίκα ζόμπι/δυνάστης που τιμωρεί το αντικείμενο πάνω στο οποίο έχει εξουσία (ένα μαξιλάρι) και η οποία ησυχάζει με το που κάθεται πάνω του και το ισοπεδώνει, ο άνθρωπος με τα τεράστια χάρτινα αυτιά που είναι ο μόνος (μαζί με εμάς, τους προσωρινούς συνταξιδιώτες του στο τρένο της ζωής) ο οποίος έχει αρκετά οξύ πνεύμα και αισθήσεις για να αντιληφθεί ότι ακριβώς συμβαίνει γύρω του, η γυναίκα που για να σωθεί πιάνεται από τα μαλλιά της. Πράγματι για να σωθείς απ τον πνιγμό, πρέπει πρώτα απ όλα να προσπαθήσεις να κρατήσεις το κεφάλι σου έξω απ το νερό… «Dance, Dance, otherwise we are Lost». Πόσο απλό και όμως πόσο πρωτότυπα πλασαρισμένο σε εικόνα.
Ο Wenders με λίγα λόγια επιτυγχάνει ότι και στις προηγούμενες σκηνοθετικές του προσπάθειες. Μας κάνει να κοιτάμε μαγεμένοι το λευκό πανί. Το έργο της Μπάους δίδεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μας ταξιδέψει σ έναν κόσμο όπου η ουσία βρίσκεται στην κίνηση και στο συναίσθημα και όχι στην εξωτερική εμφάνιση. Οι χορεύτριες είναι μεγάλες σε ηλικία. Άσχημες οι περισσότερες. Και όμως όπως τις βλέπεις στη μεγάλη οθόνη να κινούνται μοιάζουν όλες τόσο εκθαμβωτικά όμορφες! Μέσα από τις εικόνες του, μας ξεναγεί σε έναν κόσμο που ίσως και να μην ξέραμε εξ αρχής ότι υπήρχε. Στον κόσμο των της τέχνης του χορού. Στον απέραντο μαγευτικό κόσμο της Pina Bausch.
ΣΤΙΓΜΗ ΟΣΚΑΡ: Η σκηνή με το φωτογράφο όπου μοιράζει φωτογραφίες στο (συμμετέχον) κοινό. Το πρώτο «αστικό» πέρασμα της ταινίας και το τραγούδι που δεν πρόλαβα να ανακαλύψω με το Shazam. Η σκηνή με το βράχο και τη μάχη με το υγρό στοιχείο. Τα υπέροχα καδραρίσματα. Ο ιπποπόταμος. Το εκπληκτικό σε σύλληψη τρενάκι των χορευτών που παρέλαζαν σε συγκεκριμένα σημεία (όπου η ταινία περνούσε από το ένα της χρονικό σημείο ορόσημο στο επόμενο), χαμογελώντας στη συνοδοιπόρο, δασκάλα και φίλη τους Πίνα.
ΣΤΙΓΜΗ ΧΡΥΣΟΥ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟΥ: Το 3D της ταινίας ήταν απρόσμενα απογοητευτικό. Ανούσιο και χωρίς κανένα λόγο ύπαρξης. Είμαι σίγουρος ότι θα την απολάμβανα καλύτερα αν την έβλεπα χωρίς τα βρώμικα γυαλάκια που για ακόμα μία φορά μου έδωσαν στο σινεμά για να δικαιολογήσουν τα 12 Ευρώ. Να μην πω ότι ίσως έφταιγαν τα γυαλάκια για την απογοήτευση αυτή.
ΜΟVIE TRIVIA: Η εκπρόσωπος του Χοροθεάτρου Wuppertal είχε εκφράσει τη μεγάλη της έκπληξη για τον αιφνίδιο χαμό της Πίνα Μπάους λέγοντας ότι «μόλις την περασμένη Κυριακή βρισκόταν επί σκηνής με τους χορευτές της, στην όπερα του Wuppertal». Αυτό θα πει Commitment.
ΔΕΙΤΕ ΤΗ: Η ταινία είναι εκπληκτική. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να την παρακολουθήσεις σήμερα όπου όλα στα δίνουν μασημένα και έτοιμα για κατάποση, παρόλα αυτά είναι τόσο διαφορετική όσο πρέπει για να επιδιώξεις να ζήσεις τη συγκεκριμένη εμπειρία. Eμπιστεύσου με κ δε θα χάσεις (αν κ να ξέρεις ότι επιστροφές χρημάτων σταμάτησα να κάνω!) Άσε που θα αναγνωρίσεις ΣΙΓΟΥΡΑ και έναν πολύ γνωστό Έλληνα Χορογράφο ο οποίος «της έχει δώσει και έχει καταλάβει στο copy/paste» 😀
Rating: Η καλύτερη ταινία μέχρι στιγμής για το 2011. 9 αστεράκια στα 10.
και ένα βιντεάκι από το πρόσφατο παρελθόν…