Τη θυμάμαι πολύ καλά τη δεκαετία του 90. Την εποχή εκείνη πήγαινα Γυμνάσιο. Τα πάντα γινόταν με επαφή πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν υπήρχε η έννοια του internet, δεν ξέραμε από Spotify. Τι MSN, τι Facebook και Youtube, εδώ συζητάμε ότι δεν υπήρχαν καν κινητά. Όλα έπρεπε να περάσουν από το «Ποιος τον ζητάει παρακαλώ… Ένα λεπτό… Βασίληηηηηηηηηη ο Γιάννης στο τηλέφωνο». Το μάθαινες εσύ, το μάθαινε όλη η γειτονιά, μη σου πω μέχρι και ο Γιάννης το μάθαινε από το αυτί που δεν κρατούσε το ακουστικό.
Τότε λοιπόν, η μουσική ήταν ένα Ακριβό Αγαθό.
Ο δίσκος στις αρχές του 1990 κόστιζε κοντά 5.500 δραχμές. Δεν υπήρχε ιντερνετικό ραδιόφωνο, δεν υπήρχε η τηλεόραση του MAD, δεν υπήρχε η χαρά των τσάμπα torrent. Ήθελες να ακούσεις την καινούρια δουλειά ενός συγκροτήματος; Έπρεπε να πληρώσεις. Για αυτό όντας μαθητής σχολείου σλας άπορος, και μέχρι το γυμνάσιο όπου αυξήθηκε το χαρτζιλίκι μου, άκουγα τη μουσική που έπαιζαν τα πικάπ στο σπίτι μας. Και στο σπίτι μας έπαιζε μόνο κλασσική μουσική και τρίτο πρόγραμμα (μανούλα, εντάξει, τώρα που μεγάλωσα και καταλαβαίνω, ευχαριστώ από καρδιάς). Στο τσακίρ κέφι ακούγαμε Χατζιδάκι. Όχι, δεν ήμασταν Θοδωρακικοί. Μέρες γιορτής, τις περνούσαμε με Σαββόπουλο. Και όλως τυχαίως ο πρώτος Ελληνικός δίσκος που μπήκε στο σπίτι ήταν η «Ευλαμπία» του Γιοκαρίνη και το «Έλα Γοριλάκι, πήδα το μαντράκι» του Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ. Αυτή ήταν κ η μύησή μου στο Ροκ. Αν και σπούδασα 10 (και κάτι) χρόνια πιάνο, ήμουν πάντα ανάμεσα στο δίλημμα «Κιθαρίστας ή Ντράμερ» και ας μην έμαθα ποτέ τίποτα από τα δύο.
Ναι, κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μου η Ροκ Μουσική.
Για ιστορικούς και μόνο λόγους, θα αναφερθώ στο 1988, όταν είχε έρθει στο Ηράκλειο ένας ξάδερφός μου από τα Σέρρας και με πήρε από το χέρι, 11 χρονών παιδάκι και με πήγε σε ένα παλιό ροκ club του Ηρακλείου, το Yes Men (το σημερινό Stylvie) για να ακούσουμε μία «Μπαντάρα». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Το μαγαζί ήταν στενόμακρο και ίσα που έβαζε 200 άτομα. Εκείνο το βράδυ ήταν μέσα 500. Βγαίνοντας ο Αγγελάκας, έγινε πόλεμος. Headbanging (αυτό που οι μαλλιάδες τινάζουν τις κοτσίδες τους κυκλικά για να μπουν στο μάτι εμένα που «δεν έχω») και μία μάζα ανθρώπων να κραυγάζει «Ερωτευμένοι; Σχιζοφρενείιιιιιιις«
Και τότε ήταν που το αποφάσισα.
Συνειδητά.
Στη ζωή μου θα γινόμουν Ροκάς.
Τη δεκαετία του 90 δεν υπήρχε το Youtube. Ναι, 18χρονε αναγνώστη, Απλά, δεν υπήρχε. KAN! Ήθελες να ακούσεις κάτι; Τόσο κάνει! Δεν είχες τα χρήματα για το βινύλιο που ήθελες; Ή θα έβρισκες ένα φίλο σου να σου δώσει το δίσκο να τον γράψεις ή δεν θα τον άκουγες ποτέ. Και η επιλογή; Πως μπορούσες άραγε να επιλέξεις που θα καταθέσεις τον οβολό σου, χωρίς σου δίνεται εκ των προτέρων η δυνατότητα έστω και για ένα μικρό ηχητικό δείγμα; Το 1990, τα πάντα γύρω από τη μουσική, τα μαθαίναμε από τη «Μεταλμάνια» του Κατή από τους Εξόριστους (εδώ) που έπαιζε στην ΕΡΤ1 και από το περιοδικό «ΠΟΠ κ ΡΟΚ». Θα ξαναπώ ότι τότε, ένας αγόραζε το δίσκο και τον δάνειζε (με χίλια ζόρια και ένα εκατομμύριο παρακάλια) στους φίλους του για να τον γράψουν σε κασέτες. 100 δραχμές έκανε η TKD (που την αγόραζες αν ήσουν μούρη) και 75 η Raks Πετράκης ΑΕ (που μάλιστα ήταν και μαύρη, και την έπαιρνες αν ΔΕΝ ήσουν trendy). Και ναι, τότε, και μετά από πολύ αγώνα είχα καταφέρει μετά από αιματηρές προσπάθειες και είχα αγοράσει έναντι 50.000 δραχμών ένα διπλό αντιγραφικό ραδιοκασετόφωνο Philips το οποίο δούλεψε κυριολεκτικά «πηλοφόρι» για να χτίσει τρεις πολυκατοικίες μόνο του (πάνω από 1000 εγγραφές, δεν μπορεί, αν πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο χαλαρά σου έχω γράψει κομπιλέησιο) Και φυσικά, τότε για να γράψεις μία κασέτα, έπρεπε να την ακούς ταυτόχρονα. Play το ένα κασετόφωνο Rec το άλλο. Δεν έπαιζαν πασαλείμματα.
Την ύλη τη μάθαινες απέξω και χωρίς παπαγαλία.
Τί επέλεξα να αγοράσω σαν πρώτο δίσκο; Το «Ten» των «Pearl Jam». Ναι, ο Eddie Vedder ήταν ότι πιο οικείο ήχησε ποτέ στο αυτί μου. Από τις πρώτες μόλις νότες του «Jeremy«, είπα «Εδώ είμαστε». Πως το έλεγαν αυτό το είδος μουσικής; Grunge; Γκράντζ λοιπόν! Λίγο μετά, με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ο Γιάννης, γνωστός μεταλάς και μου είπε. «Τί να μας πουν οι Pearl Jam μπροστά στους Nirvana;» Δεύτερος δίσκος στο καπάκι. «Nevermind». Ταυτόχρονα, ξεκίνησε το MTV να εκπέμπει (μέσω της Αμερικανικής Βάσης που υπήρχε τότε στις Γούβες) στο Ηράκλειο.
Αυτό που συνέβαινε την «Εποχή του Smells like Teen Spirit» νομίζω δεν μπορεί να αποδοθεί εύκολα με λόγια. Το 1990 στα party του σχολείου, πηγαίναμε με τις κασέτες παραμάσχαλα. Δεν υπήρχαν DJ. Τί ήθελε να ακούσει αυτός που έκανε το party; Αυτό άκουγαν όλοι. Και φυσικά, δεν μπορώ να περιγράψω πόσο τεράστια επίδραση είχε αυτό το άλμπουμ σε όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Αντιγράφω τους τίτλους των τραγουδιών του άλμπουμ από τη Wikipedia.
- «Smells Like Teen Spirit» (Cobain, Novoselic, Grohl) – 5:01
- «In Bloom» – 4:14
- «Come as You Are» – 3:39
- «Breed» – 3:03
- «Lithium» – 4:17
- «Polly» – 2:57
- «Territorial Pissings» – 2:22
- «Drain You» – 3:43
- «Lounge Act» – 2:36
- «Stay Away» – 3:32
- «On a Plain» – 3:16
- «Something in the Way» – 3:55
Και σε ρωτάω: Πόσες φορές έχεις αγοράσει ένα άλμπουμ το οποίο περιέχει 13 κομμάτια που ακούγονται στο ρηπήτ χωρίς να μπορείς να τα βαρεθείς ποτέ; Εγώ πάντως που τη μουσική μου την έχω πληρωμένη χρυσάφι, ελάχιστες. Γιατί και εντελώς άσχετος να είσαι με το συγκεκριμένο είδος μουσικής, δε μπορεί παρά να αναγνωρίζεις κάποιους από τους τίτλους. Ο Kurt Cobain και η παρέα του, χωρίς πολλές πολλές φανφάρες και προσπάθειες για περιττούς εντυπωσιασμούς, κατάφεραν και έγραψαν (για μένα πάντα) ένα από τα καλύτερα και πληρέστερα άλμπουμ της ιστορίας της μουσικής. Τόσο απλά, το παιδάκι με το τσουτσούνι στο μπλέ της θάλασσας που κυνηγάει το δόλωμα του ενός δολαρίου, μπήκε σε άπειρα σπίτια. 12 εκατομμύρια άλμπουμ πουλήθηκαν στην Αμερική, κοντά 30 στον υπόλοιπο κόσμο. Το video του «Smells like Teen Spirit» παιζόταν στο ΜTV μέρα νύχτα ασταμάτητα. Τα παιδιά του σχολείου που καθόταν ήσυχα στις κερκίδες για να ξεσπάσουν στο τέλος του τραγουδιού, επιδιδόμενα σε τηλεοπτικές σχιζοφρένειες, έπαιζαν μέχρι και δύο φορές την ώρα στις CRT τηλεοράσεις μας, πράγμα ανεπανάληπτο για το αυστηρό powerplay του σταθμού. Ο Geffen ήταν δισσεκατομυριούχος και οι Nirvana ήταν πλέον και επίσημα οι «Βασιλιάδες του Κόσμου της Εναλλακτικής (και όχι μόνο) Μουσικής».
Εσύ άραγε, το θυμάσαι αυτό;
Η διαφορά τους με τις υπόλοιπες μπάντες? Ήταν από τους ελάχιστους που είπαν «Εμάς, δεν μας αφορά η δημοσιότητα» και το εννοούσαν. Ναι. Οι Nirvana ήταν μία τέτοια περίπτωση. Έδειχναν να μην τους απασχολεί στο παραμικρό το πόσο διάσημοι ήταν. Δεν τους ενδιέφερε να βάλουν τα πρόσωπά τους σε όσο το δυνατόν περισσότερα εξώφυλλα γίνεται και πιθανόν για τον λόγο αυτό, ήταν κυριολεκτικά σε όλα. Και το κυριότερο? Έμοιαζαν Απόλυτα Αυθεντικοί. Οι Nirvana ήταν μία κατηγορία μόνοι τους. Υπήρχε όμως και κάτι το οποίο δεν περίμενε κανείς. Η μπάντα αποδείχτηκε ότι δεν ήταν προετοιμασμένη για ένα τέτοιου μεγέθους καταιγισμό δημοσιότητας. Ο Kurt, βυθισμένος στα ναρκωτικά, άρχισε να κάνει νερά. Οι εντάσεις του με το συγκρότημα, γίνονταν όλο και περισσότερες, όλο και συχνότερες. Λίγα χρόνια μετά το «Nevermind» κυκλοφορεί το «In Utero» και η κούρασή του είναι εμφανής. Η βραχνάδα της φωνής του δείχνει πλέον έναν άνθρωπο σε αποσύνθεση. Το άλμπουμ όμως «Δενειναινεβερμάηντ» (οι συγκρίσεις ήταν πλέον αναπόφευκτες και μέσα στο παιχνίδι της δημοφιλίας και της διασημότητάς τους). Μέσα σε όλη αυτή την πίεση, ο Κερτ βάζει και στο κεφάλι του την τρελή, τη σκύλα της λύσσας, την τελειωμένη από τα ναρκωτικά και τις καταχρήσεις γυναίκα του (Courtney Love ποτέ μου δε σε χώνεψα) και το τέλος είναι πλέον κοντά και ορατό περισσότερο από ποτέ.
Ένα πρωινό του Απρίλη του 1994 ανακοινώνεται ότι βρέθηκε το πτώμα του στο σπίτι του στο Seattle με μία σφαίρα στο κεφάλι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μέρα που ένας Θεός ξέρει πως το μάθαμε και φύγαμε σαν τρελοί από το σχολείο για να πάμε σπίτια μας και να καρφωθούμε στις τηλεοράσεις μας περιμένοντας το δελτίο του MEGA στις 20:30 για να δούμε σε ένα πεντάλεπτο αφιέρωμα το τί ακριβώς είχε συμβεί. Θεωρίες πολλές. Η ουσία; Ο Cobain, δεν άντεξε και αποχαιρέτησε τον κόσμο αφήνοντας πίσω του αυτό το σημείωμα, το οποίο κλείνει με το σπαραξικάρδιο «For Frances, For her life which will be much happier without me, I love you, I LOVE YOU.«
Κλείνοντας, δεν ξέρω αν οι Νιρβάνα κατάφεραν τελικά μέσα από τα τρία τους (μόνο) άλμπουμ να μπουν στη λίστα με τις δέκα καλύτερες μπάντες του μουσικού στερεώματος. Δεν με ενδιαφέρει καν αν ο Cobain αναγνωρίζεται ως ένας από τους επιδραστικότερους μουσικούς της ροκ ούτε με αγγίζουν στο ελάχιστο η ετικέτα της «Δήθεν Ροκ» σκηνής του Seattle, οι αυστηροί διαχωρισμοί των ελιτιστών παραδοσιακών ροκάδων ούτε φυσικά και οι «κατηγορίες» περί ξεπουλήματος στο ΜΤV για την «εκτός πραγματικότητας και ορίων» διαφήμιση που τους έγινε. Προσωπικά δε μου τους επέβαλε κανένα MTV τους Νirvana. Εμένα τους Νιρβάνα μου τους πρωτοσύστησε με τρελό πάθος το Γιαννιό ο φίλος μου από σταθερό τηλέφωνο (και χρέωση μία μονάδα για τη 2ωρη εβδομαδιαία ανάλυσης των άρθρων του Metal Hammer) και στο αυτί μου τους καθιέρωσε η καταταλαιπωρημένη διαμαντένια βελόνα του πικάπ μου. Και μπορεί να μην τους είδα ποτέ live, πλήρωσα όμως ακριβά για τις τότε στενές μαθητικές οικονομικές μου δυνατότητες για να τους βάλω στη δισκοθήκη μου. Και το λέω με απόλυτη ειλικρίνεια, δε μετάνιωσα ούτε δευτερόλεπτο, έστω και ένα cent από αυτά που επένδυσα στο «Νevermind», στο «Bleach», στο «In Utero» και στο συγκλονιστικό τους «Unplugged» στη Νέα Υόρκη που μέχρι σήμερα διατηρώ ακέραιο στο ipod μου. Στη μουσική τους αναγνώρισα τους Rolling Stones της γενιάς μου και η πορεία των ακουσμάτων μου στο χώρο της Ροκ οφείλεται κατά το έν έκτο σε αυτούς (στο δεύτερο «έκτο» οι Pearl Jam, στο τρίτο οι Beatles, στο τέταρτο οι Rolling Stones, στο πέμπτο οι Pink Floyd και στο τελευταίο και καλύτερο οι Aerosmith). Άλλωστε είναι σημαντικό να επιλέξει ένα παιδί τους εμπνευστές της «σχολικής/εφηβικής» του επανάστασης. Και μπορεί να μην κήρυξα (ανοιχτά) ποτέ τον πόλεμο σε κανέναν, ήξερα όμως πολύ καλά που είχα φυλαγμένο το «πολεμικό μου εγχειρίδιο» και με ποιανού τους στίχους ήταν γραμμένο.
Επίσης, τώρα που μεγάλωσα ξέρω καλά ότι μου λείπει ο Kurt Cobain. Και μάλιστα πολύ. Όχι γιατί ήταν κανένας μέγας φιλόσοφος. Όχι ο Cobain δεν ήταν Jim Morisson. Όταν μιλούσε, τις περισσότερες φορές αράδιαζε διάφορες ασυναρτησίες, όντας σακατεμένος από την ηρωίνη. Μου λείπει όμως η παρουσία του και ο σνομπισμός που αυτή απέπνεε προς τα Μέσα. Στα Μέσα που τον έκαναν κομμάτια. Και που ο ίδιος όμως, ποτέ δεν κανάκεψε, ποτέ δεν έγλυψε και ποτέ δεν προσκύνησε. Και πόσο ειρωνικό ακούγεται στο τέλος, μία μπάντα να τραγουδάει στον ύμνο που την κάνει διάσημη, αυτό:
«With the lights out, it’s less dangerous Here we are now, entertain us I feel stupid and contagious Here we are now, entertain us
Ηello, Hello, Hello, How Low…»
ΦΙΛΕ ΜΟΥ Kurt σε ευχαριστώ ΓΙΑ ΟΛΑ.
Και σε χαιρετώ, με δάκρυα στα μάτια και ένα κόμπο στην καρδιά, όπως εκείνη τη μέρα στο σχολείο, με αυτό.
(το videaki ξεκινάει με τον Cobain να λέει στο κοινό του, «Fuck you All, this is the last song of the Evening…»)
Γιατί όπως σοφά έχει πει ο θείος Νήλ
«My my, hey hey Rock and roll is here to stay It’s better to burn out Than to fade away My my, hey hey.»
Καλή συνέχεια σε όλους, και μη σταματάτε ποτέ να ακούτε μουσική.