Πριν μιλήσω για την ταινία αυτή καθεαυτή, μία μικρή εισαγωγή. Με την Κλειώ Φανουράκη, σκηνοθέτιδα και σεναριογράφο της ταινίας «ΞΑ ΜΟΥ» έχουμε κάνει αναρίθμητες συναντήσεις για τα project που κατά καιρούς αναλαμβάνει, έχουμε μιλήσει ώρες πολλές και οφείλω να της αναγνωρίσω πως είναι ένας άνθρωπος που έχει διαρκώς όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Έχει άποψη αλλά ακούει κιόλας, έχει σαφή εικόνα του τι ακριβώς θέλει να κάνει αλλά με τρομερή ευκολία και χαρά δέχεται να κάνει τη ζωή της ευκολότερη, το έργο της καλύτερο, την εικόνα της αρτιότερη με το να αντιλαμβάνεται τι θέλεις να της πεις σε χρόνο μηδέν. Πάνω από όλα όμως είμαστε φίλοι, για αυτό και οι περισσότερες συζητήσεις μας καταλήγουν με εμένα να της λέω «αυτό που λες, δε γίνεται να το ξεχάσεις, είναι πραγματικά ακατόρθωτο» και εκείνη πάντα ευδιάθετη να μου απαντάει «και εγώ σ αγαπώ, να ξέρεις όμως θα το κάνουμε». Είναι ένας άνθρωπος που ποτέ δε χάνει το χαμόγελό του, πάνω από όλα όμως είναι όμως και ένας αυθεντικός καλλιτέχνης που ποτέ, μα ποτέ όμως δεν το βάζει και κάτω, αυτό που έχει στο μυαλό της θα το κάνει.
Και κάτι ακόμα. Κάθε φορά που βρίσκομαι στη θέση να κρίνω το έργο ενός ανθρώπου που γνωρίζω και αγαπώ, έχω μάθει και βγαίνω από τη δύσκολη θέση του να εκφράσω την άποψή μου δημόσια και με ειλικρίνεια με την εξής μικρή πρόταση: «Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός, η/ο τάδε είναι φίλη/ος μου». Και προφανώς με την Κλειώ τα πράγματα για μένα θα ήταν κάτι παραπάνω από εύκολα με μία δήλωση σαν και την παραπάνω.
Αλλά.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι διαφορετικό.
Το «Ξα Μου» αφηγείται μία όμορφη αληθινή ιστορία από την καθημερινότητα όλων μας. Αληθινή Ιστορία. Δίχως περιττούς θορύβους, δίχως φαιδρούς χαρακτήρες, δίχως φτηνά τρικ, δίχως την ανάγκη να φωνάξει και να εντυπωσιάσει με σπασμένα ρακοπότηρα και λύρες που ουρλιάζουν ασταμάτητα. Η ιστορία της Κλειούς μας συστήνει έναν Κρητικό που έχει χάσει τη δουλειά του και προσπαθεί να ισορροπήσει στη νέα του πραγματικότητα, ο οποίος όμως δεν είναι απαραίτητα ένας Κρητικός. Διαδραματίζεται σε ένα χωριό του Ηρακλείου, αλλά για κάποιον που δεν ξέρει (ή ακόμα και για αυτούς που ξέρουν) μπορεί να είναι και ένα χωριό στην Καλαμάτας, ένα χωριό στον Ιταλικού Νότο. Οι πρωταγωνιστές δεν είναι οι καρικατούρες Κρητικών όπως τους έχουμε συνηθίσει στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, δεν είναι ψευτόμαγκες, δεν πυροβολάνε άσκοπα στον αέρα, είναι άνθρωποι που δουλεύουν, με πείσμα, φιλότιμο και χιούμορ, η Κλειώ με την πρώτη της ταινία αναγνωρίζει τον χαρακτήρα των ανθρώπων πάνω από τις γραφικότητες και το παρεξηγημένο φολκλόρ που συνοδεύει τη λέξη Κρήτη. Ο Τζόνι είναι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Δεν βγάζει το σακάκι από πάνω του, αρνείται να παραδεχτεί πως τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή, ολισθαίνει προς όλες τις μεριές όταν τον χτυπάει η διαβόητη σε όλους μας κρίση, αλλά όταν τα πάντα μοιάζουν χαμένα αποφασίζει να ανοίξει τα μάτια του και απλά να κοιτάξει γύρω του. Προσπαθεί να βρει τρόπο να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, μαθαίνει πως να εξελίσσει τον εαυτό του επενδύοντας στους ανθρώπους που τον περιβάλλουν, προσπαθεί με κάθε τρόπο να καταφέρει να κάνει το βήμα εκείνο που θα τον κάνει να κινηθεί προς τα εμπρός. Δεν παίζει ρόλο αν τελικά τα καταφέρνει. Όλη η ουσία βρίσκεται στην προσπάθεια, στην άρνησή του ενός να παραδώσει τα όπλα μπροστά στο θηρίο της αποτυχίας, στο πείσμα του ανθρώπου να βρει στήριγμα και βοήθεια στον συνάνθρωπό του.
Πριν από χρόνια βρισκόμουν στην Ανώπολη Σφακίων και συνάντησα έναν παραδοσιακό Κρητικό που ζούσε μόνιμα στην κορυφή ενός βουνού μόνος με τη σύζυγό του και εντυπωσιάστηκα τρομερά από το γεγονός πως μιλούσε αργά, αλλά κυρίως σιγά. Πολύ σιγά. Και όταν σε κάποια στιγμή έπρεπε να απευθυνθεί στη γυναίκα του που εκείνη τη στιγμή μαγείρευε, η λαλιά του σχεδόν δεν ακούστηκε. Όταν δε τον ρώτησα «μα γιατί μιλάς τόσο σιγά» μου απάντησε «εγώ και η γυναίκα μου ζούμε μονάχα εδώ, τηλεόραση δεν έχω, ποιος ο λόγος να μιλήσω δυνατότερα και να ταράξω τα πουλιά». Και η μουσική της ταινίας είναι ακριβώς αυτό. Ο Γιώργης ο Μανωλάκης (Γώργη τον έγραφαν οι τίτλοι τέλους, και όταν του το είπα, αναρωτήθηκε γελώντας τρανταχτά «ρε λες να με λένε έτσι τελικά και να μην το ξέρω»), η Μάρω Θεοδωράκη και ο Λουδοβίκος των Ανωγείων μας συντροφεύουν σε όλη την ταινία με μελωδίες αυθεντικά παραδοσιακές που δε σου ζαλίζουν το κεφάλι με εμμονικές δοξαριές και φλύαρο «λίριλίρι», ταξιδεύοντας με έναν μαγικό τρόπο τον θεατή στη γη του αγρότη που τρυγάει μονάχος το αμπέλι του και σφυρίζει έναν αυτοσχέδιο σκοπό, στην αυλή του κοριτσιού που διαβάζει τις νότες για το μάθημα στο ωδείο του, στη χώρα του βασιλιά Μίνωα που τα πάντα βλέπει και τα πάντα προστατεύει με τη δεσποτική του παρουσία.
Το κρυφό όμως και ίσως μεγαλύτερο όπλο της ταινίας είναι οι ερμηνείες. Ο Γιώργος Χωραφάς, είναι ο Γιώργος Χωραφάς, η παρουσία του σε όλη την ταινία γεμίζει πραγματικά τα πλάνα του όπως αναμενόταν, αυτοί όμως που κερδίζουν τις εντυπώσεις είναι ο Λευτέρης Ελευθερίου και ένα χαρτί έκπληξη, ο Γιώργος ο Σμπώκος. Ο Ελευθερίου, ανήκει στο νέο κύμα ηθοποιών που πλημμύρισαν τα τελευταία χρόνια τις τηλεοράσεις και ομολογώ πως όταν τον είδα στην αφίσα δίστασα, μονολόγησα μέσα μου «εμπορικό χαρτί» αλλά ο ίδιος μου απάντησε με την ερμηνεία του. Άψογος πραγματικά, υποδύεται έναν χαρακτήρα τρομερά παρεξηγημένο από την σύγχρονη κινηματογραφία και τον αναδεικνύει με έναν απίθανο τρόπο, με την ευστροφία και το χαμόγελό του που μοιάζει αλλά και είναι απόλυτα αυθεντικό πράγμα που βγαίνει στο πανί. Από την άλλη η αποκάλυψη της συγκεκριμένης παραγωγής δε μπορεί να θεωρηθεί πως είναι άλλη από τον Γιώργο το Σμπώκο, αμπελουργό από τον Άγιο Θωμά που επιλέχθηκε να παίξει το ρόλο του από μηχανής θεού της ταινίας, του ανθρώπου που θα δείξει στον Τζόνι πως η αλήθεια κρύβεται πάντα όχι εκεί που μάθαμε να ψάχνουμε όλοι μας, στο χρήμα και στις λαμπερές οθόνες, αλλά στις ανθρώπινες σχέσεις, στο χιούμορ, στις παρέες, στον έρωτα, στη μουσική. Η ταινία είναι βαθιά κοινωνική, η παρουσία όμως ενός τόσο αυθεντικού χαρακτήρα την μετατρέπει σε μία καθαρή κωμωδία, κάθε του κουβέντα σκορπάει γέλια στον κόσμο, στο τέλος της προβολής χειροκροτήθηκε όσο κανείς άλλος από τους παρευρισκόμενους ηθοποιούς.
Και το «Ξα Μου» τελικά είναι αυτό. Η απάντηση στη βαρετή και πολλές φορές καταθλιπτική καθημερινότητα είναι οι παρέες, το γέλιο, οι φίλοι, η οικογένεια. Ο ήρωας της ταινίας, είναι ένας μαχητής που αγωνίζεται, πέφτει, αλλά δεν το βάζει κάτω. Ο Τζόνι δεν το έβαλε κάτω. Σε ευθεία απόλυτη αντιπαραβολή, η Κλειώ δεν το έβαλε κάτω. Και προσωπικά είμαι πολύ περήφανος που δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσω το «Η Κλειώ είναι φίλη μου, άρα δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός για την ταινία της» και να σας προτείνω να με εμπιστευτείτε και να πάτε σε έναν κινηματογράφο της περιοχής σας και να υποστηρίξετε την φανταστική αυτή προσπάθειά της.